Από τις πρώτες κιόλας σελίδες, η γραφή της Ισμήνης Καρυωτάκη προτίθεται να μην αφήσει τον αναγνώστη στην ησυχία του. Κάθε πρόταση σ’ αυτό το κομψοδουλεμένο μυθιστόρημα σε παίρνει απ’ το μπράτσο για μια βόλτα αγνώστου κατευθύνσεως, με αυτοσχέδιους οδοδείκτες. Παιχνιδίζει με τις βεβαιότητες με τρόπο ελλειπτικό κι έρχεται να ανατρέψει τους εδραιωμένους, υποτίθεται, προσδιορισμούς χειραφέτησης της δημόσιας πολιτικής πράξης. Η υπαρξιακή συνθήκη του ατόμου, μέσα από έναν κυκεώνα αποκλεισμών και εξεγέρσεων, έρχεται να εμπλακεί με τις αδιέξοδες αγωνίες των παράνομων συλλογικοτήτων κατά τη διάρκεια της Επταετίας κι έπειτα.

Η Ισμήνη Καρυωτάκη γεννήθηκε στα Ιωάννινα. Σπούδασε αρχιτεκτονική στο Μετσόβιο Πολυτεχνείο και σκηνογραφία στην École Nationale des Beaux Arts, ενώ εργάστηκε με την ομάδα του Γιώργου Κανδύλη στο Παρίσι για θέματα πολεοδομικού σχεδιασμού. Οι νεαρότεροι τη γνωρίζουν από τη συνεργασία της με τον Σταύρο Τορνέ στην «Καρκαλού». Τo παράξενο φως της νουβέλας της «Απόπειρα συνάντησης» (Το Ροδακιό, 2012) ήταν η αφορμή για να την ξανασυναντήσουμε αρκετοί, σε συγγραφικό επίπεδο. Εκεί η πόλη ανοιγοκλείνει τα μάτια της στην αφήγηση της Καρυωτάκη κάτω από έναν σωρό ημερολογιακών σημειωμάτων, μύχιων σκέψεων και επιστολών. Η ονειρική και συνάμα θραυσματικά ρεαλιστική αφήγηση της συγγραφέως ανασκευάζει χώρους και συνειδήσεις.

Η εκκίνηση

«Σαρωτική η σαγήνη της παρανομίας. Ασκεί την έλξη που ασκεί κι ο θάνατος. Από την άλλη, παίζοντας τη ζωή κορώνα – γράμματα φλερτάρεις ατελέσφορα με την αθανασία…». Αυτό το μικρό απόσπασμα θα μπορούσε κάλλιστα να αποτελεί μια μικρή εισαγωγή στον βίο των ηρώων και της ατμόσφαιρας του παρόντος βιβλίου εν γένει. Ο χρόνος του οποίου εξελίσσεται, μεταπλάθεται, αναπνέει σε διαφορετικά σώματα και περιόδους. Ετσι δεν μπορούμε να οριοθετήσουμε το ακριβές σημείο εκκίνησης της αφήγησης. Ας πούμε ότι μια μικρή ομάδα σ’ ένα ημιυπόγειο στο Παγκράτι στις αρχές της χούντας συνωμοτεί και εκγυμνάζεται πάνω στη διαλεκτική. Ο έρωτας καιροφυλακτεί να πιάσει επ’ αυτοφώρω τον Χέγκελ στον ύπνο. Εξάλλου, μία από τις περιβόητες έρευνες των σουρεαλιστών ξεκινούσε με την εξής ερώτηση: «Τι ελπίδες στηρίζετε στον έρωτα;».

Κεντρικά πρόσωπα της ομάδας είναι ο Σείριος (που είναι το λαμπερότερο αστέρι του νυχτερινού ουρανού, βρίσκεται στον αστερισμό του Μεγάλου Κυνός και τ’ όνομά του σημαίνει φωτεινός) και η Δεσμίνα. Ο πρώτος συμβολίζει, με σάρκα και οστά όμως, το ανεξιχνίαστο μονοπάτι της αποσύνδεσης από τις νόρμες των εφαρμοσμένων κοινωνικών κανόνων. Στέλεχος του παράνομου «Ρήγα Φεραίου», καταδικασμένο στη δίκη των έντεκα. Ωστόσο θα μπορούσαν να τον είχαν συλλάβει στο Σαντιάγο της Χιλής το ’73 ή στο Καρτιέ Λατέν το ’68, στην Πράγα κατά τη διάρκεια της «επιχείρησης Δούναβης» ή σε κάποιο στενοσόκακο της Μαδρίτης το ’36. Η Δεσμίνα είναι η νεαρή αρχιτέκτονας που μαγνητίζεται από τους δρόμους της φωτιάς και θέλει να δοκιμάσει την εκτός ορίων περπατησιά. Είναι μια κοπέλα που δεν ξέρει πώς να ξεφύγει απ’ τον ίδιο της τον εαυτό.

Αχαρτογράφητα νερά

Ενα γράμμα-κάλεσμα του Σείριου υπήρξε αρκετό για να μπαρκάρουν προς Ιταλία. Πρώτος σταθμός η Μπολόνια. Το υπό φυγή ζευγάρι, που περισσότερο μοιάζουν με γνωστούς από κοινωνική επαφή παρά με δίδυμο που διατηρεί σεξουαλικές σχέσεις, αν και το πάθος χαϊδεύει την κάθε τους κίνηση, εισέρχεται σε αχαρτογράφητα νερά. Η πρώτη φάση της εξορίας είναι σκοτεινή και αποπροσανατολίζει κάθε σκέψη. Η διεύθυνση στην Μπολόνια δεν υπήρξε ποτέ, παρά μόνο ως μπορχεσιανή φάρσα. Ισως και σαν την τελευταία δραματική σεκάνς της ταινίας «Ο φανφαρόνος» (σκηνοθεσία Ντίνο Ρίζι, 1962). Οι σύνδεσμοι εμφανίζονται ως φαντάσματα κρατώντας μυστικά και ντοκουμέντα, επιβεβαιώνοντας πως οι εξόριστοι είναι πιόνια της ίδιας τους της σκιάς.

Με κάποιο τρόπο, το ζευγάρι βρίσκεται στο Παρίσι. Η Καρυωτάκη σ’ όλο αυτό το διάστημα και καθ’ όλη τη διάρκεια του μυθιστορήματος δεν προσφέρει κοινότοπο επαναστατιλίκι. Εκφράζει τη στυφή αναδιάταξη της κυνηγημένης ζωής των εμιγκρέδων, δίχως το πασπάλισμα των κλισέ που ήρθαν μετέπειτα. Ο κρύος ιδρώτας τής εκ νέου ανακάλυψης του εαυτού ως «άλλου» και το άγχος του ανήκειν είναι έντονα σε κάθε ρουφηξιά του τσιγάρου. Ισορροπία στο κενό και όχι καθησυχασμένες αφηγήσεις προσφέρει η Καρυωτάκη. «Γνωριστήκαμε, ξαναγνωριστήκαμε, χαθήκαμε, ξαναχαθήκαμε, ξαναβρεθήκαμε, ξαναζεσταθήκαμε κι ύστερα χωριστήκαμε» ψιθύριζε η Ζαν Μορό στην ταινία «Ζιλ και Ζιμ» (1962). Το βιβλίο είναι γεμάτο από τέτοιες καίριες αναφορές μιας κουλτούρας που απευθύνεται σε όσους ζούσαν χωρίς χαρτιά. Τους άρεσε να είναι λεύτεροι στους δρόμους, παρά συντροφιά με την εσωτερική αποξένωση στο υπερώο μιας υγρής σοφίτας.

Διπλοκλειδωμένο μικροσύμπαν

Σκορπίσματα κάτω απ’ τον φόβο του θανάτου

Εγκλεισμός στην Ελλάδα και στο Παρίσι. Ενα διπλοκλειδωμένο μικροσύμπαν που ξαγρυπνά στο προσκεφάλι της πλανόδιας απόδρασης, διερωτάται πώς θα πορευτεί: Με τον Μπλοχ ή με τον Μαρξ; Ορκος στην ανατροπή ή σύνθεση εντός νέων πραγματολογικών συνθηκών; Τουπάκ Αμάρου, Ρόζα Λούξεμπουργκ και άλλοι οπαδοί της χίμαιρας διαλύθηκαν στον υδράργυρο της Ιστορίας. Η μεταφορά ενός παγκόσμιου εμφυλίου στην καρδιά των μητροπόλεων, όπως την εννοούσε η Ούλρικε Μάινχοφ, ήταν εντέλει το απονενοημένο διάβημα μιας ομάδας αστόπαιδων που πίστεψαν δογματικά ότι πρωτοπορούν. Τελικά το πρόσχημα μιας ιδέας μπορεί να είναι ισχυρότερο από την πραγματικότητα; Που ουσιαστικά δεν είναι μία. Η μικρή κυψέλη του Παρισιού γεμίζει και αδειάζει από δραπέτες ολοκληρωτικών καθεστώτων και ταξιδιώτες ουτοπιστικών τάσεων. Σκορπίσματα κάτω απ’ τον φόβο του θανάτου. Η ζωή θα δώσει την απάντησή της και θα γείρει την πλάστιγγα υπέρ της επαγγελματικής ανέλιξης. Η Δεσμίνα θα βρει δουλειά, η δικτατορία θα πέσει, ο Σείριος που ακολούθησε την τροχιά τής αναζήτησης μιας κραυγής, ικανής να εκφράσει τον πόνο του κόσμου, αρχίζει να θαμπώνει. Η επιστροφή είναι εδώ. Οι πλαστές ταυτότητες θα βρουν την αλήθεια τους μέσα από ένα μυθιστόρημα. Γιατί όχι;

Ισμήνη Καρυωτάκη

Στους δρόμους

Εκδ. Το Ροδακιό, 2017, σελ. 302

Τιμή: 19 ευρώ