Κάτι που έχουν κοινό πολλοί (ακρο)δεξιοί λαϊκιστές είναι μια ιδιαίτερη μορφή αυτολύπησης: το συναίσθημα ότι είναι τα θύματα των φιλελεύθερων μίντια, των ακαδημαϊκών, των διανοούμενων, των «ειδικών» – με λίγα λόγια, των επονομαζόμενων ελίτ. Οι φιλελεύθερες ελίτ, διακηρύττουν οι λαϊκιστές, κυβερνούν τον κόσμο και εξουσιάζουν τους απλούς πατριώτες με έναν αέρα υπεροψίας και περιφρόνησης.

Πρόκειται από πολλές απόψεις για παλιομοδίτικη άποψη. Οι φιλελεύθεροι ή αριστερίζοντες δεν κυριαρχούν πλέον στην πολιτική. Και την επιρροή που είχαν κάποτε σπουδαίες κεντροαριστερές εφημερίδες όπως οι «New York Times» έχουν από καιρό επισκιάσει παρουσιαστές ραδιοφωνικών τοκ σόου, υπερσυντηρητικά κανάλια της καλωδιακής τηλεόρασης, εφημερίδες ταμπλόιντ και τα σόσιαλ μίντια.

Αλλά η επιρροή δεν είναι το ίδιο πράγμα με το κύρος. Στη λαϊκιστική εποχή μας, το κοινωνικό στάτους εμπνέει περισσότερο φθόνο και ενόχληση από ό,τι το χρήμα ή η δόξα. Ο Ντόναλντ Τραμπ, για παράδειγμα, είναι ένας πολύ πλούσιος άνθρωπος, και ήταν πολύ πιο διάσημος από ό,τι οι αντίπαλοί του στις αμερικανικές προεδρικές εκλογές, συμπεριλαμβανομένης της Χίλαρι Κλίντον. Μοιάζει ωστόσο μονίμως οργισμένος με εκείνους που έχουν ανώτερο πνευματικό επίπεδο ή κοινωνικό πρεστίζ από τον ίδιο. Το γεγονός ότι μοιράζεται την αγανάκτηση αυτή με εκατομμύρια ανθρώπους πολύ λιγότερο προνομιούχους λέει πολλά για την πολιτική επιτυχία του.

Μέχρι πρόσφατα, τα πρόσωπα της Ακροδεξιάς δεν είχαν ίχνος κύρους. Σπρωγμένοι στο περιθώριο των περισσότερων κοινωνιών από τις συλλογικές μνήμες της ναζιστικής και της φασιστικής φρίκης, οι άνδρες αυτοί (υπήρχαν ελάχιστες γυναίκες) είχαν την απεριποίητη όψη μεσήλικου ιδιοκτήτη παρακμιακού σινεμά πορνό. O Στίβεν Μπάνον, ένα πρόσωπο που διατηρεί μεγάλη επιρροή στον κόσμο του Τραμπ, φέρνει λίγο σε αυτό –ένας ιδιόρρυθμος με βρώμικη καμπαρτίνα.

Πολλά έχουν βέβαια αλλάξει. Τα νεότερα μέλη της Ακροδεξιάς, ιδιαίτερα στην Ευρώπη, ντύνονται συχνά στην τρίχα, θυμίζοντας τους δανδήδες φασίστες της προπολεμικής Γαλλίας και της Ιταλίας. Δεν απευθύνονται φωνάζοντας σε όχλους, δίνουν επιδέξιες παραστάσεις στις τηλεοράσεις και τα ραδιόφωνα, χρησιμοποιούν έξυπνα τα σόσιαλ μίντια, κάποιοι από αυτούς έχουν ακόμη και αίσθηση του χιούμορ. Εξακολουθούν όμως να λαχταρούν το κύρος.

Είχα την ευκαιρία να συναντήσω πρόσφατα έναν τυπικό εκπρόσωπο αυτής της ιδεολογίας σε ένα συνέδριο με θέμα τον λαϊκισμό που οργάνωσε το Κέντρο Χάνα Αρεντ στο Κολέγιο Μπαρντ της Νέας Υόρκης: τον Μαρκ Γιόνγκεν, έναν πολιτικό του ακροδεξιού κόμματος Εναλλακτική για τη Γερμανία (AfD) και διδάκτορα φιλοσοφίας. Από πατέρα Ολλανδό και μητέρα Ιταλίδα, γεννημένος στο γερμανόφωνο Νότιο Τιρόλο της Ιταλίας, μιλούσε σχεδόν άψογα αγγλικά.

Η αυτολύπηση παρέμενε πολύ κοντά στην επιφάνεια. Ο Γιόνγκεν περιέγραψε την απόφαση της Ανγκελα Μέρκελ να προσφέρει καταφύγιο στη Γερμανία σε μεγάλο αριθμό προσφύγων από τους πολέμους της Μέσης Ανατολής ως «πράξη βίας» προς τον γερμανικό λαό. Χαρακτήρισε τους μετανάστες και τους πρόσφυγες εγκληματίες και βιαστές (παρότι τα επίπεδα της εγκληματικότητας μεταξύ των προσφύγων στη Γερμανία είναι πολύ χαμηλότερα από εκείνα των «γηγενών»). Το Ισλάμ στερεί από τον γερμανικό Volk την πραγματική του ταυτότητα. Ανθρωποι όπως ο Γιόνγκεν ανέκαθεν χαρακτηρίζονταν Ναζί. Και ούτω καθεξής.

Μου είχε ζητηθεί να παρουσιάσω κάποια αντεπιχειρήματα. Δεν αποκάλεσα τον Γιόνγκεν Ναζί. Προσπάθησα όμως να εξηγήσω με τον καλύτερο τρόπο γιατί θεωρώ τις ιδέες του τόσο εσφαλμένες όσο και επικίνδυνες. Στο τέλος, σφίξαμε τα χέρια. Και σε ό,τι με αφορά, η υπόθεση έληξε.

Στη συνέχεια όμως ξέσπασε μία μικρή ακαδημαϊκή θύελλα. Περισσότεροι από 50 καταξιωμένοι αμερικανοί ακαδημαϊκοί υπέγραψαν επιστολή διαμαρτυρίας για την απόφαση του Κέντρου Χάνα Αρεντ να προσκαλέσει τον Γιόνγκεν ως ομιλητή. Το θέμα για αυτούς δεν ήταν πως ο Γιόνγκεν δεν δικαιούται να εκφράζει τις απόψεις του, αλλά πως το Κολέγιο Μπαρντ δεν θα έπρεπε να τον είχε περιβάλει με το κύρος του. Η πρόσκληση που του απηύθυνε να μιλήσει σε αυτό έκανε τις απόψεις του να μοιάζουν θεμιτές.

Προσωπικά, διαφωνώ μαζί τους, για πολλούς λόγους. Καταρχήν, αν είναι να οργανώσει κάποιος συνέδριο για τον δεξιό λαϊκισμό, είναι σίγουρα χρήσιμο να ακουστούν οι απόψεις ενός δεξιού λαϊκιστή. Το να ακούς καθηγητές να καταγγέλλουν απόψεις χωρίς να ακούς τις ίδιες τις απόψεις δεν είναι ιδιαίτερα εποικοδομητικό.

Ούτε είναι προφανές στα μάτια μου πως ένας εκπρόσωπος μεγάλου αντιπολιτευόμενου κόμματος μιας δημοκρατικής χώρας θα έπρεπε να θεωρείται ανεπιθύμητος ομιλητής σε ένα κολέγιο. Οι αριστεροί επαναστάτες ήταν άλλοτε βασικό στοιχείο της ζωής στις πανεπιστημιουπόλεις και οι απόπειρες απαγόρευσής τους θα είχαν, και δικαίως, προκαλέσει αντιδράσεις.

Η διαμαρτυρία κατά της πρόσκλησης του Γιόνγκεν δεν ήταν μόνο πνευματικά ασυνάρτητη. Ηταν και τακτικά ανόητη διότι επιβεβαιώνει την πεποίθηση της Ακροδεξιάς πως οι φιλελεύθεροι είναι οι εχθροί της ελευθερίας του λόγου και οι δεξιοί λαϊκιστές θύματα της αδιαλλαξίας τους. Θέλω να πιστεύω πως ο Γιόνγκεν αποχώρησε από το συνέδριο στο Μπαρντ ευγενικά απαξιωμένος. Λόγω της διαμαρτυρίας, κατάφερε να μετατρέψει την ήττα σε νίκη.

Ο Ιαν Μπουρούμα είναι διευθυντής της «New York Review of Books» και συγγραφέας πολυάριθμων βιβλίων