Το ευρωπαϊκό όραμα του Μακρόν φαντάζει πιο χλωμό μετά τις γερμανικές εκλογές. Η Γερμανία έπαψε να είναι νησίδα πολιτικής σταθερότητας, έγινε «κανονική» χώρα που δοκιμάζεται από τις ίδιες αντιθέσεις όπως οι άλλες. Αυτή η «γερμανική Γερμανία» από τη μια διαψεύδει τις φοβίες για μια «γερμανική Ευρώπη», από την άλλη όμως αυξάνει τον κίνδυνο στασιμότητας της ΕΕ αν οι δυνάμεις της «ευρωπαϊκής Γερμανίας» αποδειχτούν ιστορικά μυωπικές και βολευτούν στην εσωστρέφεια. Η «προσεκτική» κ. Μέρκελ θα χρειαστεί μια υπερδόση αποφασιστικότητας για να επιβληθεί στους δογματικούς του FDP. Το αίτημα όμως του Μακρόν για μια «κυρίαρχη ενωμένη δημοκρατική Ευρώπη» έχει μια δραματική κρισιμότητα στην παρούσα συγκυρία για όλες τις χώρες της ΕΕ. Αξίζει να υπογραμμίσουμε τον όρο «κυρίαρχη» –που συνδέει άλλωστε το σύνολο των επιμέρους προτάσεων. Υπονοεί ότι μετά την παγκόσμια κρίση και την επανισχυροποίηση των εθνοκεντρικών αντιλήψεων, αρχής γενομένης από την Αμερική, η προσδοκία ότι η ενοποίηση θα προχωρήσει με μοχλό τη διαρκή εμβάθυνση της οικονομικής συνεργασίας, ακόμα και αν ήταν ρεαλιστική στο παρελθόν, τώρα δεν αρκεί. Στη σημερινή συγκυρία, η «κυριαρχία», η «κρατικότητα» (stateness), πρέπει να γίνει ουσιαστικός μοχλός της επιδιωκόμενης ενοποίησης. Οχι τυχαία, η «κυριαρχία» προτείνεται με την πρωτογενή έννοια που είχε στη φάση οικοδόμησης των νεωτερικών κρατών: της ασφάλειας των πολιτών ως κρατική υποχρέωση αλλά και ατομικό δικαίωμα, της αποτελεσματική διοίκησης, της διαχείρισης των υπερεθνικών διαδικασιών ώστε να μην υπονομεύουν την κοινωνική συνοχή, της δημοκρατικής συναίνεσης. Η ιδέα δεν είναι καινούργια, εντάσσεται στην ευρύτερη συζήτηση για τη «δημοκρατική διακυβέρνηση της παγκοσμιοποίησης». Στην Ευρώπη όμως έχει αποκτήσει δραματική επικαιρότητα μετά τη χαλάρωση των δεσμών με τις ΗΠΑ και τη «σκλήρυνση» της Ρωσίας του Πούτιν. Αφετηρία της πρότασης είναι προφανώς η επίγνωση ότι σε περιόδους κρίσης και αστάθειας του παγκόσμιου συστήματος οι κοινωνίες καταφεύγουν στο κράτος τους για να τις προστατέψει από τις αβεβαιότητες. Η πρόταση «κυρίαρχη ενωμένη δημοκρατική Ευρώπη» αναγνωρίζει την τάση και προτείνει την ενίσχυση της υπερεθνικής κρατικότητας, αντί την περιχαράκωση στην εθνική επικράτεια, που για τις ευρωπαϊκές χώρες είναι πλέον μικρή και αδύναμη δεδομένων των διαστάσεων των «μεγάλων δυνάμεων» της εποχής.

Εχουμε να κάνουμε με άλλη μια ουτοπική συζήτηση των ευρωπαϊκών ελίτ που δεν αφορά τους «λαούς»; Μπορεί να αποδειχτεί έτσι. Μπορούμε όμως να υποστηρίξουμε και το αντίθετο. Κατά παράδοξο τρόπο το αίτημα «ευρωπαϊκής κυριαρχίας» ανταποκρίνεται εμμέσως μεν, πιστότερα δε στις αγωνίες που διατρέχουν τις ευρωπαϊκές εθνικές κοινωνίες και τα λαϊκά στρώματα. Φάνηκε για άλλη μια φορά στις γερμανικές εκλογές που υπενθύμισαν ότι ο ποικιλόχρωμος εθνικολαϊκισμός εξακολουθεί να απειλεί τις δυτικές δημοκρατίες. Δύο (εύκολες) εξηγήσεις έχουν προταθεί για την πρόσφατη επέλαση των εθνικολαϊκισμών. Η πρώτη, προσφιλής κυρίως στους αγγλοσάξονες αναλυτές, εστιάζει στις κοινωνικές ανισότητες, οι οποίες πράγματι έχουν αυξηθεί αισθητά στις χώρες τους. Η δεύτερη εξήγηση είναι η αντιμεταναστευτική στάση των εργατικών και λαϊκών κυρίως στρωμάτων. Βάσιμα όμως έχει υποστηριχθεί ότι ο «μετανάστης» είναι μια εύκολη και συμβολική συμπύκνωση ευρύτερων δυσανεξιών. Και οι δύο λοιπόν εξηγήσεις ανταποκρίνονται σε μέρος μόνο της αλήθειας, απολυτοποιούμενες όμως οδηγούν σε μονομερείς εκτιμήσεις και απλοποιητικές απαντήσεις. Το αίτημα που έρχεται από τις λαϊκές τάξεις δεν είναι μόνο οι παροχές του κράτους πρόνοιας (welfare state). Το διαισθάνθηκε πολύ εύστοχα ο τοπικός ηγέτης του γερμανικού Χριστιανοδημοκρατικού Κόμματος της Σαξονίας, όπου το AfD ήρθε πρώτο κόμμα παρότι στην περιοχή δεν υπάρχουν παρά ελάχιστοι μετανάστες: «Η οικονομική κατάσταση είναι καλή, αλλά φαίνεται να υπάρχει κάτι άλλο που ανησυχεί τον κόσμο». Στην πραγματικότητα πρόκειται για τις ευρύτερες ανασφάλειες και τις ασαφέστερες δυσανεξίες, κοινωνικές, πολιτισμικές, ψυχολογικές, που εκδηλώνονται περιοδικά σε εποχές βαθύτατων μετασχηματισμών. Εν προκειμένω, ο ιστορικών διαστάσεων μετασχηματισμός του έθνους-κράτους το οποίο παρείχε επί έναν τουλάχιστον αιώνα το σταθερό πλαίσιο αναφοράς των πολιτών και ιδίως των λαϊκών μαζών που ενσωματώθηκαν σε αυτό με δραματικούς συνήθως τρόπους. Προφανώς, η Ευρώπη δεν θα γίνει «υπερκράτος» και οι ευρωπαϊκές κοινωνίες είναι αρκετά ώριμες και πλουραλιστικές ώστε να προσβλέπουν να ταυτιστούν με ένα κράτος στον ρόλο του φροϊδικού πατέρα ή να αναζητούν τη θαλπωρή της φροϊδικής μητέρας –ώς και η «Μαμά Μέρκελ» κούρασε. Μπορεί όμως να φανεί ότι η συναινετική ενίσχυση της ευρωπαϊκής «κρατικότητας» θα απαντούσε καλύτερα στις δυσανεξίες των εθνικών κοινωνιών και των λαϊκών στρωμάτων από όσο το κάθε κράτος-μέλος μεμονωμένα μπορεί να ανταποκριθεί. Το αποδεικνύει εκ του αντιθέτου η ένταση που χαρακτηρίζει τη βρετανική κοινωνία μετά το Brexit.

Στην Ελλάδα, η συζήτηση περί ενίσχυσης της «κυριαρχίας» και της κρατικότητας εύκολα μπορεί να καταλήξει σε παρερμηνείες. Η αυθόρμητη μετάφραση που θα κάνει ο υπερβολικός κρατισμός της πολιτικής μας κουλτούρας θα είναι «περισσότερο κράτος», «λιγότερη Ευρώπη». Αλλά αυτή η αντίληψη όχι μόνο δεν απαντά στις βαθύτερες πολιτικές και πολιτισμικές ανησυχίες των λαϊκών μαζών που προηγουμένως είπαμε, αλλά αντιστρόφως τις επιτείνει. Πράγματι το κράτος του εθνικολαϊκισμού διαιρεί και δεν ενοποιεί, καθιστά τους θεσμούς πεδίο μάχης και αντιπαράθεσης για την ιδιοποίησή τους, διαμορφώνει πελάτες και όχι πολίτες, διχάζει την κοινωνία στο «ή εμείς ή αυτοί», πολώνει την κομματική αντιπαράθεση, αυξάνει την εχθροπάθεια και τον κυνισμό στον δημόσιο λόγο. Κοντολογίς, αντί το κράτος να εμπνέει τη στοιχειώδη εμπιστοσύνη που έχουν ανάγκη οι πολίτες, παράγει έχθρα, ιδιοτέλεια, ιδιωτικοποίηση του Δημοσίου, διαφθορά και συμπεριφορές που πηγάζουν από ένα στρεβλό σύστημα κινήτρων. Εξίσου αρνητική είναι η παλαιοαριστερή αντίληψη του παραδοσιακού «κρατικού παρεμβατισμού» που μπλοκάρει τις παραγωγικές δυνατότητες της χώρας. Τα αποτελέσματα είναι μπροστά μας με το απηνές κυνήγι των ιδιωτικών επενδύσεων (Ελληνικό, Χρυσός Χαλκιδικής κ.λπ.) από τους συριζαίους. Και τα αποτελέσματα είναι τόσο απογοητευτικά, ώστε να παγιδεύουν τους αντιπάλους τους σε εύκολες αντιδράσεις. Γιατί ούτε οι καταγγελίες του λαϊκισμού στο όνομα μιας υποτιθέμενης απόλυτης αντίθεσης ιδιωτικού – δημοσίου πείθουν ούτε μια ελευθεριακή ή αριστερίστικη κατήχηση υπέρ της πολυπολιτισμικότητας απαντά στις λαϊκές ανησυχίες που συμβολοποιούνται ψευδώς στην εικόνα του «μετανάστη».

Η ορθή μετάφραση της συζήτησης περί κυριαρχίας και κρατικότητας στα ελληνικά, ειδικά από τις φιλευρωπαϊκές δυνάμεις, είναι αυτό που μεταξύ άλλων έχει ονομαστεί «συστημική ικανότητα»: τη συλλογική ικανότητα μιας χώρας να αντιδρά ως σύνολο και να προσαρμόζεται δημιουργικά και έγκαιρα σε έναν κόσμο ασταθή και απροσδιόριστο. Πράγμα που σημαίνει ότι δημόσιο, ιδιωτικό, κοινωνία πολιτών, επιχειρήσεις, συνδικάτα, σχολεία έχουν συναίσθηση της αλληλεξάρτησής τους και ότι έχουν ένα ελάχιστο έστω κοινό συμφέρον να συντονιστούν για να αντιμετωπίσουν τα σημερινά περίπλοκα προβλήματα. Αποτελεσματική πολιτική είναι εκείνη που εμπνέει αυτή τη συλλογική συνειδητοποίηση. Και κυριαρχία ή κρατικότητα μπορεί να μεταφραστεί στα ελληνικά ότι η χώρα έχει εμπιστοσύνη στον εαυτό της ότι μπορεί να τα καταφέρει.

Υποτέλεια είναι αντιθέτως να παίζεις την τύχη της χώρας στη ρουλέτα για μια καρέκλα –έστω εξουσίας.

Ο Γιάννης Βούλγαρης είναι καθηγητής στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας του Παντείου Πανεπιστημίου