Είναι τόσο πρωτότυπο και συνάμα τόσο ποταπό, είναι τόσο παρανοϊκό όσο και προσβλητικό, που ξεπερνά κάθε φαντασία. Και, προφανώς, καταντά φασιστικό: η ιδέα και μόνον της αντικατάστασης μιας φράσης από ένα κείμενο, μην τυχόν και γεννήσει συνειρμούς… Αλλά ως γνωστόν, «η μύγα μυγιάζεται» και στη λογοκρισία βγάζει μάτι…

Πρόκειται για το απόσπασμα από το κείμενο του Γεωργίου Θεοτοκά «Στοχασμοί και Θέσεις» που δημοσιεύθηκε το 1956, που επελέγη από την αρμόδια επιτροπή για τις εξετάσεις των Νέων Ελληνικών την περασμένη Δευτέρα, στο πλαίσιο των Πανελλαδικών 2017. Αφορά τις παραινέσεις ενός πατέρα προς τον νεαρό, 20χρονο γιο του. Και περιλαμβάνει σκέψεις, απόψεις, ένα απόσταγμα εμπειρίας, ενός σημαντικού εκπρόσωπου της γενιάς του ’30.

Το κείμενο αναφέρεται, στην ουσία, στη σημασία του να κάνεις καλά τη δουλειά σου. Οποια κι αν είναι αυτή. Είτε είσαι εγγράμματος είτε αγράμματος, είτε έχεις σπουδάσει είτε όχι.

Κι ότι αυτό που κάνεις έχει αξία όταν διαθέτεις πάθος, μεράκι, γνώση, όταν το κάνεις με σοβαρότητα και επάρκεια. Οταν θες να γίνεις ο καλύτερος σ’ αυτό που επέλεξες. Κι ότι «τα ράσα δεν κάνουν τον παπά»…

Τώρα γιατί το «Ενας άξιος μαραγκός που κατέχει καλά τη δουλειά του και πιστεύει σε αυτή είναι πολύ πιο ολοκληρωμένος και αξιοσέβαστος άνθρωπος από έναν κούφιο πρύτανη ή έναν κακό πρωθυπουργό» έπρεπε, στην κατάληξή του να αντικατασταθεί «από έναν κακό επιστήμονα», μόνον ένας κούφιος άνθρωπος θα μπορούσε να το ξέρει!

Μεταξύ αστείου και σοβαρού, η λογοκρισία, στην προκειμένη περίπτωση εμπεριέχει, τόση βλακεία και τόση κουταμάρα, μαζί με μια κουτοπονηριά, ώστε να συμπαρασύρει μορφωμένους και μη… Ποιο μπορεί να ήταν το κίνητρο; Ο φόβος μήπως ο Θεοτοκάς, εξήντα χρόνια πριν, έγραψε κάτι που θα μπορούσε να το πάρει κανείς τοις μετρητοίς… Ή μήπως ότι δεν καταφέραμε, ως χώρα, να έχουμε ούτε τους μεν ούτε τους δε…