Στο καλύτερο σενάριο, η δόση θα εκταμιευθεί και πιθανώς θα κουβεντιάσουμε στα σοβαρά και μια πιστοληπτική γραμμή για την οικονομία και τον δανεισμό μας. Θα επιστρέψουμε στον Σεπτέμβριο του 2014, αλλά με ενδιάμεση τη βιωμένη περιπέτεια και τον απόλυτο μετασχηματισμό του πολιτικού μας συστήματος. Για ποιο πράγμα όμως θα κριθεί η σημερινή κυβέρνηση ή μάλλον για ποιο πράγμα αλήθεια εξελέγη; Γιατί αν εξελέγη για μια προσομοίωση εξιτηρίου της χώρας στις αγορές ή για να εισπράξει ό,τι κινείται από τον γονατισμένο λαό, κάποιο λάθος έγινε.

Ας είμαστε σοβαροί. Και δίκαιοι. Προφανώς η χώρα χρεοκόπησε το 2010 και κρατήθηκε με καλώδια στη ζωή –φυσικά με το αζημίωτο, αφού οι δανειστές δεν είναι και τίποτε καλοί σαμαρείτες. Από κει και πέρα μπήκε σε προγράμματα που δεν οριοθετήθηκαν απλώς ως μηχανισμοί δημοσιονομικής υπακοής, αλλά και ως επιταχυντές της φτωχοποίησης. Τα προγράμματα περιγράφηκαν ως ευλογία, συνοδεύθηκαν από την απαραίτητη ιδεολογική επιχρωμάτωση για να χωνευθούν και μετουσιώθηκαν σε χιλιάδες σελίδες που νομοθετήθηκαν από τη Βουλή.

Η Αριστερά, έστω η πλευρά της που από το ’68 φλερτάριζε με τον ευρωπαϊκό δρόμο, έγινε κυβέρνηση. Περίπου έτσι. Σήμερα φτάνει να υλοποιεί το πρόγραμμα εκείνου που αντιπολιτευόταν. Και δεν κατορθώνει σχεδόν τίποτε από αυτά που είχε εξαγγείλει –έστω και μετά τον Σεπτέμβριο του 2015. Δεν εννοούμε επιμέρους τομές. Αυτές έγιναν και αποτελούν κατάκτηση (π.χ. σύμφωνο συμβίωσης, επανεκκίνηση ΕΡΤ, περίθαλψη για ανασφάλιστους). Μιλάμε για το μεγάλο κάδρο της στρατηγικής για την οικονομία, τον προσανατολισμό της χώρας, τον τρόπο που θα μπορούσε έστω σε ένα πλαίσιο να αναταχθεί.

Η λογική της κυβέρνησης, που προφανώς υποτίμησε τον συσχετισμό δύναμης, προσέκρουσε σε πολλά πέραν της δικής της ανυπαρξίας σχεδίου. Το πιο νωπό είναι το καψώνι των δανειστών. Υπαρκτό και δομημένο πάνω στη δική τους αντίθεση μεταξύ ΔΝΤ – Βερολίνου για το τρέχον πρόγραμμα, ενισχύθηκε από την τακτική της δικής μας κυβέρνησης που πότε φλερτάριζε με τη Μέρκελ, πότε με το ΔΝΤ και πότε με τους Γάλλους. Βεβαίως, η ανυπαρξία εθνικής γραμμής για το άλγος του δημόσιου χρέους και οι πανηγυρισμοί μιας μερίδας δημοσιολόγων που νόμιζες πως είναι ερωτευμένοι με τον Σόιμπλε επέτειναν τη δυσχερή θέση. Η ευθύνη όμως δεν βαραίνει αυτόν που γράφει μια άποψη. Βαραίνει αυτόν που κυβερνά. Ο οποίος θα πρέπει ξεκάθαρα να πει αν συνεχίζει το κράτος και τη διακυβέρνηση των προηγουμένων –ζητώντας συγγνώμη προφανώς από αυτούς –ή αν, έστω και τώρα, αποτελεί μια άλλη πρόταση, που απλώς δεν χωράει στο κοστούμι της ευρωπαϊκής – γερμανικής πραγματικότητας.