Ο Πιερ Μοσκοβισί είναι «σοφός». Στην ευρωπαϊκή πολιτική «έχει βάλει τη δική του σφραγίδα». Ή έτσι τουλάχιστον πιστεύει ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας.

Ηταν πάντως από τις φορές που θα μπορούσε να πει κανείς ότι ο προεδρικός χαιρετισμός απηχούσε το «κοινό αίσθημα». Απηχούσε την αντίληψη ότι στη σκηνή της ελληνικής κρίσης υπάρχουν άγγελοι και δαίμονες –και ο επίτροπος, Γάλλος γαρ και Σοσιαλιστής, ανήκει, βέβαια, στους πρώτους.

Αυτά τα στερεότυπα υιοθετούνται όσο εύκολα διαψεύδονται. Ο ίδιος ο Μοσκοβισί, γλυκά, αφήνοντας στο τέλος ένα δέλεαρ για τα πλεονάσματα, έσπευσε να τα διαψεύσει, ομολογώντας ότι η έκβαση κρίνεται στον άξονα Γερμανίας – ΔΝΤ. Δεν υπάρχουν άγγελοι, μας λέει.

Σε θέση περίοπτη αλλά χωρίς αποφασιστική ισχύ, ο Μοσκοβισί ακολούθησε από την Κομισιόν τον ρόλο που έπαιξε η χώρα του, ιδίως την περίοδο του ειδυλλίου Τσίπρα – Ολάντ: τον ρόλο του αερόσακου αλλά όχι της μηχανής. Η γερμανική μηχανή –και κυρίως ο Σόιμπλε –είχε και έχει ανάγκη το ΔΝΤ, ως εγγύηση ότι η πίεση στην Ελλάδα δεν θα χαλαρώσει. Αν υπάρχει κάτι θετικό στην επιμονή αυτή είναι ότι το Ταμείο πιέζει, με τη σειρά του, το Βερολίνο για το θέμα της βιωσιμότητας του προγράμματος –είτε με διευθέτηση του χρέους είτε με μείωση των πλεονασμάτων είτε και τα δύο.

Είναι πια τόσο εμπεδωμένο αυτό το σκηνικό, που σπαταλά κανείς χαρτί όταν το (ξανα)περιγράφει. Κι όμως, η κυβέρνηση δείχνει να έχει μαζί του τη σχέση του μυρμηγκιού με το χαλί: πηγαινοέρχεται πάνω του διαρκώς, χωρίς όμως να είναι σε θέση να αναγνωρίσει το μοτίβο –και να το εκμεταλλευτεί διαπραγματευτικά. Ετσι καταλήγει τώρα να δίνει έναν αγώνα χωρίς μέτωπα. Δηλαδή, χωρίς στρατηγική. Εκτός αν συνιστά στρατηγική η χιλιοφορεμένη ανάσυρση των σκιάχτρων του ΔΝΤ και της Γερμανίας.

Αν σε κάτι έχει δίκιο η Αθήνα είναι στη βιασύνη της –την οποία, άλλωστε, μοιράζεται με τους περισσότερους από τους δανειστές. Αν δεν επιτευχθεί τώρα συμφωνία και για το χρέος και για τους μακροπρόθεσμους όρους που θα συνοδεύουν τη διευθέτησή του, κανείς δεν μπορεί να προβλέψει ποιος –και σε ποια Ευρώπη –θα κληθεί να την επιτύχει σε τρεις, σε έξι ή σε εννέα μήνες. Η εκλογική ακολουθία που ξεκινά από το ιταλικό δημοψήφισμα της Κυριακής απειλεί να πάρει τη μορφή αλυσιδωτής αντίδρασης.

Ακούγεται δυσοίωνο, αλλά μπορεί να αποδειχτεί χειρότερο. Ή, σύμφωνα με μια άλλη εκδοχή, καλύτερο. Καλύτερο, αν η Ευρώπη πιεστεί από μια ενδεχόμενη αποσταθεροποίηση της Ιταλίας τόσο ώστε να πάρει μεγάλου βεληνεκούς «ναυαγοσωστικά» μέτρα που θα καλύπτουν κι εμάς.

Το ερώτημα, πάλι, είναι τι βαθμό επίγνωσης της κατάστασης έχει η κυβέρνηση. Αν πιστέψει κανείς τον υπουργό Οικονομικών, βρισκόμαστε στην κόψη της κρίσης όπως το καλοκαίρι του 2015. Αν πιστέψει κανείς τον Πρωθυπουργό, βρισκόμαστε στην Αβάνα.