«Ο ιός ΣΥΡΙΖΑ εξαπλώνεται στη Νότια Ευρώπη», σημειώνει η συντηρητική «Frankfurter Allgemeine» σχολιάζοντας τις εξελίξεις στην Ιβηρική. Ο ΣΥΡΙΖΑ, ακόμη και μετά τη συνθηκολόγησή του το περασμένο καλοκαίρι, δεν έχει πάψει να ανησυχεί ως φαινόμενο τις ιθύνουσες τάξεις της Ευρωπαϊκής Ενωσης.

Και να εμπνέει μια όχι ασήμαντη μερίδα των πολεμίων τους. Γι’ αυτούς ο ΣΥΡΙΖΑ, αντί για ιός, είναι ένας επαναστατικός σπόρος, που μπορεί στην κοιτίδα του να ποδοπατήθηκε από το ευρωπαϊκό κατεστημένο, αλλά πρόλαβε να μεταφυτευθεί σε άλλα μέρη, όπου θα ευδοκιμήσει αργά ή γρήγορα. Με μια άλλη μεταφορά, λιγότερο γεωργικής και περισσότερο επικής προέλευσης, ο ΣΥΡΙΖΑ είναι ο σύγχρονος Πρωτεσίλαος, ο ομηρικός ήρωας που πήδησε πρώτος από τα καράβια των Αχαιών στην παραλία της Τροίας και σκοτώθηκε σχεδόν αμέσως στην έφοδο κατά των τειχών.

Είναι γεγονός ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δείχνει αλλιώς όταν τον βλέπει κανείς από μακριά, από άλλα πολιτισμικά και πολιτικά περιβάλλοντα. Οπως οι αρχαίοι Ελληνες μετέγραφαν τα βαρβαρικά ονόματα με τον τρόπο που τα άκουγαν, κάνοντάς τα αγνώριστα, έτσι και οι εξωτερικοί πολιτικοί παρατηρητές, αν δεν έχουν ζυμωθεί επί τόπου με το αλλότριο, το προσλαμβάνουν με όρους που τους είναι οικείοι, ανακαλύπτοντας ομοιότητες, συγγένειες, ακόμη και ταυτίσεις με φαινόμενα των δικών τους κοινωνιών. Ετσι ο ΣΥΡΙΖΑ θεωρήθηκε, και ώς έναν βαθμό θεωρείται ακόμη, ένα αυθεντικά αριστερό ριζοσπαστικό κόμμα σύμμορφο με την ευρωπαϊκή παράδοση, με συνεκτική ιδεολογία και συγκροτημένο σχέδιο για βαθιές κοινωνικές τομές. Ως τέτοιο ενθουσίασε και γέμισε ελπίδες την ευρωπαϊκή Αριστερά με την άνοδό του στην εξουσία.

Σε αυτό βοήθησαν φυσικά ο ονομαστικός αυτοπροσδιορισμός του και η ρητορική του. Αν ζούσα στη Γερμανία ή την Ισπανία, ας πούμε, και δεν είχα άμεση αντίληψη των ελληνικών πραγμάτων, θα με γοήτευε και εμένα η εικόνα ενός ΣΥΡΙΖΑ που κηρύσσει τον πόλεμο στις απάνθρωπες και επιπλέον αδιέξοδες πολιτικές λιτότητας, στην πλουτοκρατία, στην κλεπτοκρατία, στην κεφαλαιακή απομύζηση του ευρωπαϊκού Νότου από τον ευρωπαϊκό Βορρά, στη διάλυση του κοινωνικού ιστού στις χώρες της κρίσης, στην ανεξέλεγκτη απληστία των τραπεζών και των κερδοσκόπων. Ολα αυτά θέλω και εγώ να τα δω να τερματίζονται.

Αλλά επειδή ζω στην Ελλάδα και γνώρισα τον ΣΥΡΙΖΑ τόσο ως αντιπολίτευση όσο και ως κυβέρνηση, βλέπω ότι δεν είναι αυτός ο βαθύτερος καημός του, με την εξαίρεση των αφελών, αλλά πάντως έντιμων πολιτικά στελεχών του που αποχώρησαν μετά την ψήφιση του τρίτου Μνημονίου και ίσως μερικών από εκείνα που παρέμειναν. Από το 2012 όσοι δεν έχουν ιδεολογικές παρωπίδες έβλεπαν καθαρά ότι αυτό που κινούσε ανομολόγητα τον ΣΥΡΙΖΑ ήταν η προοπτική της αποκατάστασης, όχι της ανατροπής, του πελατειακού συστήματος, με την κάλυψη του κενού που είχε αφήσει η κατάρρευση των παραδοσιακών κομμάτων, και σε προσωπικό επίπεδο η σαγήνη της εξουσίας, που η ηγεσία του είδε ανέλπιστα να της γνέφει. Νομίζω ότι αυτό έχει πια επιβεβαιωθεί απόλυτα στην πράξη, αν και για να πω την αλήθεια ήλπιζα, αφελώς και εγώ, πως ο αέρας ανανέωσης που φύσηξε για λίγο μετά την πρώτη εκλογική νίκη του θα ωθούσε προς έστω μεμονωμένες και ατομικές, αλλά ουσιαστικές πράξεις υπέρβασης του παλιού.

Το πρόβλημα, λοιπόν, δεν είναι και δεν ήταν ποτέ ο υποτιθέμενος ριζοσπαστισμός του ΣΥΡΙΖΑ αλλά, εντελώς αντίθετα, ο αντιδραστικός καθεστωτισμός του. Αυτό είναι σήμερα και το πραγματικό δίλημμα για τα μεταρρυθμιστικά κόμματα της αντιπολίτευσης: αν στηρίξουν την κυβέρνηση ώστε να «περάσει τον κάβο» της πρώτης αξιολόγησης (και των επόμενων), η χρηματοδότηση που θα εξασφαλίσει κινδυνεύει να την κάνει ακόμη πιο αδίστακτη στις παλαιοκομματικές πρακτικές της.

Ισως ο «ιός ΣΥΡΙΖΑ» γίνει πράγματι, μελλοντικά και έμμεσα, καταλύτης ευεργετικών αλλαγών στην Ευρώπη. Οχι όμως με το στέλεχός του που γνωρίσαμε εδώ. Αυτό παραμένει αμετάλλακτο και τέτοιες εξελίξεις είναι μάλιστα πιθανό ότι θα ευνοούσαν την τοπική εξουθενωτική ευστάθειά του.