«Βάζοντας χρώμα σε μια ασπρόμαυρη ταινία είναι σαν να βάζεις κραγιόν στην Αφροδίτη της Μήλου» είχε πει στο όχι πολύ μακρινό παρελθόν ο Γούντι Αλεν. Το απόφθεγμα του νευρωτικού αμερικανού σκηνοθέτη ακούστηκε και στην πρόσφατη συζήτηση μετά τον επιχρωματισμό της ασπρόμαυρης κομεντί «Η δε γυνή να φοβήται τον άνδρα» (1965) του Γιώργου Τζαβέλλα –κύκνειο άσμα του σκηνοθέτη -, η οποία επιστρέφει στις κινηματογραφικές αίθουσες από τις 11 Μαρτίου.
Προηγουμένως το φιλμ είχε ταξιδέψει στη Φλόριδα των ΗΠΑ και στα West Wing Studios inc., όπου επιδέχθηκε ψηφιακή επεξεργασία. Σε λιγότερο από 25 ημέρες θα δούμε τον Αντώνη Κοκοβίκο και την κυρία Ελενίτσα –που σφράγισαν με τις ερμηνείες τους οι Γιώργος Κωνσταντίνου και Μάρω Κοντού –σαν να έμεναν μόλις χθες στη συμβολή των οδών Τριπόδων και Ραγκαβά στην Πλάκα.
Με την ταινία στην έγχρωμη εκδοχή της η εταιρεία Καραγιάννης – Καρατζόπουλος επιθυμεί να γιορτάσει μισόν αιώνα δημιουργικής παρουσίας στον ελληνικό κινηματογράφο και τα 100 χρόνια από τη γέννηση του μεγάλου δημιουργού Γιώργου Τζαβέλλα. Η κίνηση μοιραία προκάλεσε αντικρουόμενες απόψεις και διχαστικές τάσεις. Κάποιοι έκαναν λόγο ακόμη και για ασέβεια. Εκείνοι που στέκονται στην αντίπερα όχθη επικροτούν την κίνηση και θεωρούν ότι τα πράγματα εξελίσσονται, ότι είναι κι αυτός ένας τρόπος για να συστηθούν ταινίες του παλιού ελληνικού κινηματογράφου στη γενιά των smartphones, των τάμπλετ και των Gopro και άλλοι μιλούν για κινηματογραφική τάση.
ΛΑΚΗΣ ΠΑΠΑΣΤΑΘΗΣ. Μιλώντας επί της αρχής, ο σκηνοθέτης Λάκης Παπαστάθης είναι αντίθετος. Θεωρεί δηλαδή ότι η ψηφιακή μετατροπή της ταινίας από ασπρόμαυρη σε έγχρωμη θα έπρεπε να έχει τη σύμφωνη γνώμη του δημιουργού της. «Εφόσον ο δημιουργός της δεν υπάρχει, θα έπρεπε η ταινία να μείνει ανέπαφη», υποστηρίζει ο κινηματογραφιστής και εκτιμά ότι «κάτι αλλοιώνεται από την ταινία». Παρ’ όλα αυτά επιθυμεί να δει την ταινία για να εκφέρει γνώμη. «Δυσκολεύομαι να κατανοήσω το εγχείρημα δεδομένου ότι στην εποχή μας με τα αναρίθμητα τεχνολογικά – ηλεκτρονικά εργαλεία, κινηματογραφιστές επιλέγουν να γυρίζουν ασπρόμαυρες ταινίες». Θυμάται ακόμη την απαρέσκειά του για το αλήστου μνήμης εγχείρημα των χολιγουντιανών στούντιο που έκαναν έγχρωμο το κινηματογραφικό τοτέμ «Το γεράκι της Μάλτας».
ΟΛΓΑ ΜΑΛΕΑ. Η ψηφιακή παρέμβαση δεν αφαιρεί από την αξία της ταινίας, θεωρεί η Ολγα Μαλέα, αλλά παράλληλα εκτιμά πως «δεν λειτουργεί ως προστιθέμενη αξία», δηλώνοντας ότι θα πάει να την δει. Για την ίδια έχει ενδιαφέρον να δει κάποιος την ταινία ενταγμένη στη σημερινή εποχή αλλά με τεχνικούς όρους. «Θέλω να πω ότι την εποχή που έκανε την ταινία ο Τζαβέλλας η κυρίαρχη τάση ήταν τα ακίνητα πλάνα. Οταν το Χόλιγουντ κατέκτησε την κίνηση στο κινηματογραφικό κάδρο και μετασχηματίστηκε σε αβανγκάρντ, επανήλθε το σταθερό κάδρο. Επομένως έχει ενδιαφέρον να δούμε την ταινία στη σημερινή εποχή της λιτής κινηματογράφησης. Πιθανόν η λιτή –λόγω ένδειας μέσων τότε –κινηματογράφηση τού “Η δε γυνή να φοβήται τον άνδρα” να φαντάζει στις μέρες μας μοντέρνα κι ενδιαφέρουσα».
ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ ΕΛΛΑΔοΣ. Για πρωτοφανή βανδαλισμό και ιεροσυλία κάνει λόγο η γ.γ. της Ταινιοθήκης της Ελλάδος Μαρία Κομνηνού, καθηγήτρια στο Τμήμα Επικοινωνίας και ΜΜΕ του Καποδιστριακού Πανεπιστημίου. «Είναι παγκόσμια πατέντα καταστροφής και δείγμα έλλειψης σεβασμού στο έργο του Τζαβέλλα». Υποστηρίζει δε ότι πρόκειται για βεβήλωση αριστουργήματος άνευ νοήματος που θα απωθήσει και τους νέους ηλικιακά θεατές. «Αυτό το κινηματογραφικό ζόμπι είναι ενάντια στην ανεπανάληπτη αισθητική του Τζαβέλλα».
ΚΑΙ Ο ΑΝΤΩΝΑΚΗΣ; Δεν συμμερίζεται την άποψη ότι αλλοιώνεται η αξία της ταινίας, λέει ο Αντωνάκης της ιστορίας, Γιώργος Κωνσταντίνου, υποστηρίζοντας μάλιστα ότι θα φέρει πιο κοντά τους νέους ηλικιακά στον κινηματογράφο εκείνης της εποχής. Στην κουβέντα που είχαμε μαζί του εισάγει ένα άγνωστο μέχρι τώρα στοιχείο. «Ο Τζαβέλλας σε μια από τις συζητήσεις που είχαμε κάνει τότε και με τη Μάρω (σ.σ. Κοντού) είχε μοιραστεί την επιθυμία του να γυρίσει την ταινία σε έγχρωμο φιλμ» και θυμάται ότι έναν χρόνο μετά «μια αμερικανική εταιρεία είχε δώσει δωρεάν στην Ανζερβός – Orwo Hellas ένα έγχρωμο φιλμ και έτσι είχαμε γυρίσει τότε την πρώτη έγχρωμη ελληνική ταινία, που ήταν η “Καλώς ήρθε το δολάριο”».
Κλείνοντας τη διαφωτιστική αναδρομή στο μακρινό παρελθόν ο Γιώργος Κωνσταντίνου υποστηρίζει ότι έχει προκληθεί πολύ κακό για το τίποτα και προσθέτει ότι «στο εξής ο θεατής έχει την πολυτέλεια της επιλογής, να δει δηλαδή τον Αντωνάκη και την Ελενίτσα είτε στο ασπρόμαυρο είτε στο έγχρωμο φιλμ. Επειτα, στο θέαμα δεν μονοπωλούμε ένα είδος όπως είναι, δεν υπάρχουν θέσφατα. Δείτε τι γίνεται στο θέατρο».