Η ελιά είναι ένα από τα λίγα αυτοφυή δέντρα στις χώρες της μεσογειακής λεκάνης που όμως έχουν διαδοθεί και σε πολλές άλλες περιοχές του πλανήτη με παρόμοιες εδαφικές και κλιματικές συνθήκες. Στην Ελλάδα έχουμε μερικές από τις καλύτερες ποικιλίες ελιάς για την παραγωγή λαδιού.
•Η κορωνέικη (λέγεται και κορωνιά, κορώνι, βάτσικη, λαδολιά, λιανολιά ή ψιλολιά) είναι η βασίλισσα των ελληνικών ποικιλιών με πατρίδα της την περιοχή της Κορώνης. Προϊόν τουλάχιστον 10 αιώνων συστηματικής καλλιέργειας, καλλιεργείται σε Πελοπόννησο, Κρήτη, Ιόνια Νησιά, Δυτ. Στερεά Ελλάδα, Σάμο, Ικαρία και αλλού. Είναι ποικιλία πρώιμη μικρόκαρπη που δίνει λάδι εκλεκτής ποιότητας με πρασινοκίτρινο χρώμα, φρουτώδη γεύση και εξαιρετικό άρωμα.
Ανάμεσα στις ποικιλίες που καλλιεργούνται για ελαιοποίηση διακρίνονται κυρίως οι:
•Αγουρομανάκι (αγουρομανακολιά ή αγουρομάνακο). Καλλιεργείται σε Αργολίδα, Κορινθία, Αρκαδία, Ερμιονίδα, Σπέτσες.
•Αδραμυτινή (αϊβαλιώτικη, μυτιληνιά ή φραγκολιά). Καλλιεργείται κυρίως σε Μυτιλήνη, Χίο, Εύβοια, Ανδρο.
•Βαλανολιά (Μυτιλήνης, κολοβή ή βαλάνα). Γνωστή σε όλο το Βόρειο Αιγαίο, θεωρείται από τις καλύτερες ελαιοποιήσιμες ποικιλίες.
•Κουτσουρελιά (πατρινή, λαδολιά, κουρτελιά). Καλλιεργείται σε Αχαΐα, Κορινθία και Αιτωλοακαρνανία).
•Λιανολιά Κέρκυρας (σουβλοελιά, στριφτολιά, νερολιά, δαφνόφυλλη, πρεβεζάνα, κορφιάτικη). Καλλιεργείται στα Ιόνια Νησιά και στα παράλια της Ηπείρου.
•Ματσολιά (ή μαστοειδής, αθηνολιά, μουρτολιά ή τσουνάτη). Οψιμη ποικιλία, πολύ καλής ποιότητας. Καλλιεργείται κυρίως σε Ρέθυμνο, Χανιά, Λακωνία και Μεσσηνία και δίνει λεπτόρρευστο λάδι εκλεκτής ποιότητας με κεχριμπαρένιο χρώμα.
•Μαυρελιά (μεθωνιά και μουρατολιά). Μικρόκαρπη ποικιλία, απαιτεί εδάφη με υγρασία. Ο καρπός της ωριμάζει μέσα με τέλη Δεκέμβρη και παράγει εκλεκτό λάδι.
•Μεγαρίτικη (περαχωρίτικη, βοβώδικη, χοντρολιά). Καλλιεργείται κυρίως σε Αττική, Βοιωτία, Εύβοια, Αιγιαλεία, Κυνουρία, Αργολίδα).
Εξαιρετικά ωφέλιμες με 10 φορές περισσότερα αντιοξειδωτικά από το ελαιόλαδο, καλές πηγές ασβεστίου, σιδήρου, μαγνησίου, φωσφόρου, καλίου, νατρίου και βιταμινών A και E, οι ελιές έχουν πάρει άξια τη θέση τους στο τραπέζι μας.
•Η μεγαρίτικη είναι ποικιλία η οποία εκτός από λάδι δίνει επιτραπέζιες ελιές, πράσινες και μαύρες. Στην ίδια μεικτή κατηγορία ανήκουν οι:
•Αμυγδαλολιά (αμυγδαλοραχάτη, κουρομύτα). Καλλιεργείται σε μικρή έκταση στην Αττική και τη Φωκίδα για παραγωγή λαδιού και επιτραπέζιων πράσινων ελιών.
•Θρουμπολιά (ασκούδα, θασίτικη, λαδολιά, ντόπια, ξανθολιά, ρεθυμνιώτικη, χονδρολιά). Καλλιεργείται σε πολλές περιοχές για την παραγωγή λαδιού καλής ποιότητας και επιτραπέζιων ελιών (θρούμπα).
•Κοθρέικη (κορινθιακή, γλυκομανάκι, γλυκομανακολιά, μανάκι, μανακολιά). Σε Αμφισσα, Ιτέα, Δελφούς, Αράχοβα, Λαμία, Πόρο και Κυνουρία.
•Ματολιά (νυχάκι, χοντρολιά). Στην Ηλεία.
ΜΟΝΟ ΓΙΑ ΕΛΙΕΣ. Αποκλειστικά για ελιές, όμως, καλλιεργούνται οι ποικιλίες:
•Αδρόκαρπη (κορομηλολιά, γαϊδουρολιά, Χαλκιδικής ή χοντρολιά). Η τρίτη κατά σειρά αξιολόγησης στις ποικιλίες με μεγάλο και επιμήκη καρπό. Χρησιμοποιείται για πράσινη και μαύρη επιτραπέζια ελιά.
•Βασιλικάδα (βασιλική, ισπανική, κολοκυθάτη). Καλλιεργείται κυρίως στην Κέρκυρα και επίσης σε Εύβοια και Χαλκιδική για την παραγωγή πράσινων και μαύρων επιτραπέζιων ελιών καλής ποιότητας.
•Καλαμών (καλαματιανή, κορακολιά, χονδρολιά, τσιγκελολιά). Σε Λακωνία, Μεσσηνία, Αιτωλοακαρνανία και Φθιώτιδα για την παραγωγή επιτραπέζιων ελιών εξαιρετικής ποιότητας.
•Καρολιά (στραβολιά, καρούλα). Ποικιλία για την παραγωγή επιτραπέζιων ελιών. Καλλιεργείται στη Λέσβο, την Κέρκυρα και τη Ζάκυνθο.
•Καρυδολιά (απολυτή, καρυδοραχάτη). Σε Αττική, Εύβοια, Φθιώτιδα, Χαλκιδική παράγονται επιτραπέζιες πράσινες και μαύρες ελιές καλής ποιότητας.
•Κολυμπάδα (καρυδοραχάτη, κολυμπάτη, μηλολιά, στρουμπουλολιά). Καλλιεργείται σε Αττική, Κυκλάδες, Μεσσηνία και Εύβοια για την παραγωγή πράσινων τσακιστών επιτραπέζιων ελιών.
•Κονσερβολιά (Αγρινίου, Αμφίσσης, βοϊδολιά, Πηλίου, Ξηροχωρίου, πατρινή, στρογγυλολιά, χονδρολιά). Σε Αιτωλοακαρνανία, Αχαΐα, Εύβοια, Μεσσηνία, Φθιώτιδα και Φωκίδα. Δίνει μεγάλες πράσινες και μαύρες ελιές άριστης ποιότητας, κατάλληλες για κονσερβοποίηση. Διάσημοι εκπρόσωποι της κατηγορίας αυτής είναι οι ελιές Αμφίσσης.
TA TIPS ΤΗΣ ΑΓΟΡΑΣ. Οταν αγοράζουμε ελιές:
• Προσέχουμε το χρώμα και το σχήμα τους. Πρέπει να είναι φυσιολογικές, χωρίς παραμορφώσεις.
• Δεν πρέπει να έχουν μικρές τρύπες. Η παρουσία τους σημαίνει ότι είχαν προσβληθεί από δάκο. Επίσης δεν πρέπει να έχουν κηλίδες ή χτυπήματα.
• Δεν πρέπει να παρουσιάζουν αλλοιώσεις, μαλάκωμα και αλλαγή του χρώματός τους.
ΟΙ ΑΡΙΘΜΟΙ. Για τους Ελληνες το λάδι είναι και παραμένει βασικό συστατικό της διατροφής τους. Η συνολική κατανάλωση διαμορφώνεται τα τελευταία χρόνια μεταξύ 210.000 και 230.000 τόνων, όταν την προηγούμενη πενταετία ξεπερνούσε τους 250.000 τόνους. Παρά ταύτα, οι Ελληνες κατέχουν την πρώτη θέση στην κατανάλωση. Ετσι, περίπου 17,9 κιλά ελαιολάδου καταναλώνει κάθε χρόνο ο Ελληνας, όταν αντίστοιχα η κατά κεφαλήν κατανάλωση των Ισπανών είναι στα 12,6 κιλά τον χρόνο και των Ιταλών στα 10,6 κιλά.
Η Ελλάδα καταλαμβάνει την τρίτη θέση παγκοσμίως στην παραγωγή ελαιολάδου διαθέτοντας περίπου 150 εκατομμύρια ελαιόδεντρα. Ωστόσο, αυτό που διαφοροποιεί τη χώρα μας από τις δύο άλλες μεγάλες ελαιοπαραγωγούς χώρες (Ισπανία, Ιταλία) είναι ότι η Ελλάδα κατέχει την πρώτη θέση αναφορικά με την ποιότητα του ελαιολάδου της, αφού 8 στα 10 κιλά που παράγει είναι εξαιρετικά παρθένο.
Το σημαντικότερο μειονέκτημα τόσο στην εγχώρια όσο και στη διεθνή αγορά ελαιολάδου είναι ότι το ελληνικό ελαιόλαδο διακινείται κυρίως χύμα και μόλις το 20% τυποποιείται. Το βέβαιο είναι ότι μόνο η τυποποίηση του ελαιολάδου αποτελεί κύριο παράγοντα της εξασφάλισης των καταναλωτών για τη γνησιότητα και την ποιότητα του προϊόντος.
Η ΣΥΝΤΗΡΗΣΗ ΤΟΥ. Σύμφωνα με τον Σύνδεσμο Ελληνικών Βιομηχανιών Τυποποίησης Ελαιολάδου, το τυποποιημένο ελαιόλαδο διατηρείται 12 έως 18 μήνες, υπό προϋποθέσεις όμως. Ετσι, για να διατηρήσετε το ελαιόλαδο θα πρέπει: να μην έρχεται σε επαφή με το φως και τον αέρα, να μην εκτίθεται σε υψηλές θερμοκρασίες, να διατηρείται σε θερμοκρασία περιβάλλοντος (10-15°C) και να φυλάσσεται σε καλά κλεισμένα αδιαφανή μπουκάλια ή ανοξείδωτα δοχεία.