Η συζήτηση για την Κεντροαριστερά είναι μια αναγκαία συζήτηση που ξεκίνησε με λάθος τρόπο και συνεχίζεται με λάθος όρους. Η απουσία ιδεολογικού στίγματος, η υποκατάστασή του από παιχνίδια προσωπικών στρατηγικών είναι μερικές από τις αιτίες που αφήνουν τους πολίτες αδιάφορους για τις διαδικασίες διαμόρφωσης αυτού που συμβατικά ονομάζεται Κεντροαριστερά.

Πολιτική χωρίς ιδέες γίνεται. Αλλά πολιτική που θα στηρίζει την κοινωνική δικαιοσύνη, την αλληλεγγύη και την ισότητα χωρίς ιδέες δεν γίνεται. Γι’ αυτό θα τοποθετήσουμε τον διάλογο για την ελληνική Κεντροαριστερά σε άλλη βάση. Αυτός ο ασπόνδυλος ταξικά και ιδεολογικά όρος αντί του όρου σοσιαλδημοκρατία, που χρησιμοποιείται στην υπόλοιπη Ευρώπη, μαρτυρεί πόσο στη χώρα μας οι ιδέες υποκαθίστανται από τις προσωπικές στρατηγικές, είτε από τις ιδεοληψίες.

Πολλοί πιστεύουν, βεβαίως, ότι η συγκρότηση του ελληνικού σοσιαλδημοκρατικού χώρου σκοντάφτει στην απουσία μιας ηγετικής προσωπικότητας, όπως για παράδειγμα ήταν το 1971 στο Επινέ ο Μιτεράν, η οποία θα υπαγάγει σ’ έναν κεντρικό στόχο τις διάσπαρτες προσωπικές στρατηγικές. Αν το μείζον είναι μια «χαζοχαρούμενη» ενότητα για την ενότητα, τότε η συζήτηση για τις ιδέες και το πρόγραμμα περιττεύουν. Και αν οι ιδέες περιττεύουν, τότε η σοσιαλδημοκρατία εύκολα μπορεί να παρουσιάζεται ως ο ενδιάμεσος χώρος μεταξύ Δεξιάς και Αριστεράς, αντί αυτού που πραγματικά είναι: η Αριστερά της δημοκρατίας και του σοσιαλισμού, της ανανέωσης και της πολιτικής οικολογίας.

Στην Ελλάδα πολλοί επιμένουν στο μοντέλο της συνεννόησης μεταξύ παραγόντων υπό την ηγεμονία ενός μεγάλου ηγέτη. Ξεχνούν όμως πως υπάρχει και το μοντέλο της κάθαρσης από ιδεοληψίες και δογματισμούς, το οποίο οδηγεί στη συνέχεια στον μεγάλο ηγέτη. Είναι το μοντέλο του Μπαντ Γκόντεσμπεργκ. Χωρίς αυτό δεν θα υπήρχαν ούτε Επινέ ούτε ιταλική Ελιά.

Το 1959, το Γερμανικό Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα προώθησε την ιδέα του κράτους πρόνοιας ως απάντηση στις ανισότητες που γεννούν η ανεξέλεγκτη αγορά και το συντεχνιακό κράτος-βιομήχανος. Αν και η γερμανική σοσιαλδημοκρατία είχε εγκαταλείψει το αίτημα της κοινωνικοποίησης των μέσων παραγωγής και είχε ενσωματώσει στον πυρήνα της θεωρίας της την αντίληψη που θεωρούσε τη δημοκρατία το καλύτερο μέσο για την προάσπιση της ισότητας και της ελευθερίας, δεν είχε ακόμη αποδεσμευτεί από μια εγγενή καχυποψία ως προς τα αποτελέσματα που γεννά η ατομική ιδιοκτησία, ούτε είχε κατορθώσει να ξεφύγει από τη λογική του κράτους-παραγωγού. Το 1959, όμως, εγκαταλείφθηκε η ιδέα του κράτους-κηδεμόνα. Στο πρόγραμμα που ψηφίστηκε, αναφερόταν πως «το κράτος έπρεπε να περιοριστεί κυρίως σε έμμεσες μεθόδους επιρροής στην οικονομία […] γιατί η ολοκληρωτικά διευθυνόμενη οικονομία καταλύει την ελευθερία». Και χωρίς ελευθερία δεν υπάρχει ισότητα.

Εκεί λοιπόν τέθηκε ξεκάθαρα ο στόχος της μείωσης των ανισοτήτων σε συνθήκες ελεύθερης αλλά ελεγχόμενης αγοράς, σε συνθήκες κοινωνικής δικαιοσύνης. Εργαλείο γι’ αυτή την πολιτική δεν ήταν τα νεοφιλελεύθερα δίκτυα, αλλά το κράτος παροχής κοινωνικών υπηρεσιών. Αυτό αποτελεί και την ειδοποιό διαφορά της σοσιαλδημοκρατικής πολιτικής πρότασης από τις προτάσεις της αντικαπιταλιστικής κομμουνιστογενούς Αριστεράς.

Στη Γερμανία το 1959 πρώτα φτιάχτηκε το πρόγραμμα, τέσσερα χρόνια αργότερα ήρθε ο ηγέτης Βίλι Μπραντ και ύστερα από άλλα πέντε χρόνια ήρθε η κυβέρνηση του SPD για να δημιουργήσει το πιο επιτυχημένο μοντέλο (μαζί με το σουηδικό) κράτους πρόνοιας.

Αν η Ιστορία έχει κάποια σημασία για την πολιτική ανάλυση, τότε ας δούμε ποιο από τα δύο μοντέλα, του Επινέ ή του Μπαντ Γκόντεσμπεργκ, έδωσε τα καλύτερα αποτελέσματα. Αν και κατανοούμε ότι η παγκοσμιοποίηση δεν επιτρέπει πειράματα εθνικού κεϊνσιανισμού είναι σαφές τι επιλέγουμε. Σε εποχή που ακόμη και οι οίκοι αξιολόγησης διαπιστώνουν ότι «μια ουσιώδης αύξηση των μισθών είναι απαραίτητη για τη βελτίωση των μακροοικονομικών προοπτικών» (Morgan Stanley) γίνεται σαφές ότι η χώρα μας θέλει το δικό της Μπαντ Γκόντεσμπεργκ .

Ο Φίλιππος Σαχινίδης είναι βουλευτής ΠΑΣΟΚ

Λάρισας, πρώην υπουργός. Ο Γιώργος Σιακαντάρης είναι μέλος της Εκτελεστικής Επιτροπής της ΔΗΜΑΡ