Στην επετειακή εκδήλωση της ΝΔ ο Σαμαράς, στο «Βήμα της Κυριακής» ο Βενιζέλος. Με προσωπικό ύφος ο καθένας, αλλά με το ίδιο αφήγημα: η έξοδος από το Μνημόνιο είναι υπόθεση μηνών, η χώρα θα αλλάξει «στάτους», οπότε όχι σε πρόωρες εκλογές –που θα μπορούσαν να φέρουν στην εξουσία τον ΣΥΡΙΖΑ, εννοούν. Διανθισμένο με διατυπώσεις έπαρσης που υποδηλώνουν νευρικότητα –οι δημοσκοπήσεις γαρ.

Οσα λένε και ο τρόπος που τα λένε αποκαλύπτουν το βασικό τους πρόβλημα –και ταυτόχρονα πηγάζουν από αυτό: αδυνατούν να περιγράψουν τη μεταμνημονιακή εποχή που επαγγέλλονται. Δεν αρκεί να προβάλουν ότι τα καλά σενάρια έχουν προϋπόθεση να βρίσκονται οι ίδιοι στην εξουσία και τα κακά την πιθανή διακυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ –άλλωστε, ακριβώς το ίδιο, αντιστρόφως, προβάλλει και ο αντίπαλός τους. Οπως δεν αρκούν οι παλαιοκομματικές εξαγγελίες και η κατά μέτωπο επίθεση στον αντίπαλο. Αυτό τους κάνει μάλλον να δείχνουν πιασμένοι σε ένα δίχτυ που τους τυλίγει περισσότερο σε κάθε κίνηση.

Αυτή η αδυναμία προέρχεται από την απροθυμία να πουν την αλήθεια. Οτι δηλαδή το τέλος της τρόικας και του Μνημονίου δεν σημαίνει το τέλος της κρίσης. Δεν αρκεί να κηρύξει τη λήξη τους ο Σαμαράς –ούτε φυσικά να τα καταργήσει διά νόμου ο Τσίπρας. Κανείς δεν μπορεί να αρχίσει ξαφνικά να κόβει δημόσιο χρέος, να βρίσκει θέσεις εργασίας, να αυξάνει μισθούς και συντάξεις, να φέρνει επενδυτές, να δημιουργεί κράτος πρόνοιας. Για την Ελλάδα –με ή χωρίς Μνημόνιο και τρόικα –η δημοσιονομική πειθαρχία θα είναι επί μακρόν κυρίαρχη πολιτική. Ανεξαρτήτως κυβέρνησης –αν μιλάμε για την Ελλάδα της ευρωζώνης.

Ακριβώς επειδή αργεί η απομάκρυνση από την κρίση, το ζητούμενο είναι η προσπάθεια να καταστεί κοινωνικά δίκαιη και επιχειρησιακά αποτελεσματική. Δηλαδή, ό,τι έλειψε την τελευταία «αιματηρή» τετραετία. Είναι το μάξιμουμ που μπορεί να υποσχεθεί σήμερα ένα σοβαρό κόμμα εξουσίας. Αλλιώς, «μετά την τρόικα και το Μνημόνιο» ενδέχεται να καταλήξει στον δημοφιλή στίχο του Καβάφη: «Και τώρα τι θα γένουμε χωρίς βαρβάρους. Οι άνθρωποι αυτοί ήσαν μια κάποια λύσις».