Βλέποντας στο υπαίθριο Θέατρο Λαμπέτη, στην ταράτσα, την κωμωδία των Σακελλάριου – Γιαννακόπουλου «Ούτε γάτα ούτε ζημιά» μεταφέρθηκα στις παλιές, όχι πολύ μακρινές, εκείνες εποχές που η Λεωφόρος Αλεξάνδρας ήταν τα καλοκαίρια έως τα πρώτα πρωτοβρόχια μια θεατρική κιβωτός.

Τουλάχιστον πέντε υπαίθρια θέατρα λίγο πιο πέρα και το Θέατρο του Αλσους, όπου ο Αθηναίος μπορούσε να δει από Λόπε ντε Βέγκα ή Καπετάν Μιχάλη με τον Κατράκη, μιούζικαλ με τη Βουγιουκλάκη ή τη Σμαρούλα, επιθεώρηση (Χατζιδάκις, Θεοδωράκης, Βέγγος, Γκιωνάκης), φάρσα ή σάτιρα με τον Καρακατσάνη. Τώρα σε ολόκληρη την Αθήνα μόνο το Θέατρο Λαμπέτη επιμένει. Συνθλιβόμενα τα θέατρα ανάμεσα στα Νταμάρια και τα Κηποθέατρα με το εναλλασσόμενο ρεπερτόριο.

Βλέποντας την κλασική κωμωδία ηθών του γνωστού και σπουδαίου διδύμου σκέφτηκα αν άλλαξε το κοινό, αν άλλαξε το γούστο του, αν άλλαξαν τα ήθη του και τα αξιολογικά του μέτρα. Βέβαια η Επιθεώρηση περνάει κρίση, γιατί την εξαφάνισε η τηλεοπτική άμεση ενημέρωση. Συχνά μάλιστα και τα δελτία ειδήσεων φιλοξενούν νούμερα που κανένας πια Χατζηχρήστος, Σταυρίδης, Μουστάκας, Ρένα Ντορ ή Βλαχοπούλου δεν μπορούν να τα ανταγωνιστούν.
ΦΑΡΣΟΚΩΜΩΔΙΑ. Εκείνο όμως που με αιφνιδιάζει κάθε φορά που έρχομαι σε επαφή με την ελληνική δραματουργία του μεταπολέμου (μετακατοχικής, εμφυλιακής περιόδου και των πρώτων χρόνων της οικοδομικής και οικονομικής ανοργάνωτης ανάκαμψης) είναι η καίρια προβληματική και η οξύνοια της ματιάς των δαιμόνιων εκείνων συγγραφέων που καλλιέργησαν το νεοελληνικό δραματουργικό υβρίδιο: φαρσοκωμωδία.

Εχω κι άλλοτε αναλύσει πόσο δυναμικό, όπως όλα τα νόθα, είναι αυτό το νεοελληνικό θεατρικό ιδίωμα. Σε δύσκολες εποχές (το «Ούτε γάτα ούτε ζημιά» παίχτηκε από τον Λογοθετίδη το 1950!) στη διάρκεια και μετά το τέλος του Εμφυλίου με την έξαρση των έκτακτων μέτρων και των εκτελέσεων που διέτασσαν τα στρατοδικεία, την έξοδο νέων εργατικών χεριών προς τη Γερμανία, τα ορυχεία του Βελγίου και την Αυστραλία από τη μια και από την άλλη τον οργασμό της ανοικοδόμησης που γέμισε τις πόλεις με τερατώδεις πολυκατοικίες όπου κατέφευγαν στα θυρωρεία αγρότες, ποιμένες της υπαίθρου, είτε για να στεγάσουν την κυνηγημένη ιδεολογία τους είτε γιατί τα σπίτια τους και η περιουσία τους είχαν καταστραφεί από την ανελέητη εμφύλια σύρραξη.

Ε! τότε δημιουργείται ένα επίσης νέο κοινωνικό υβρίδιο, ο έλληνας μεσοαστός. Κάτι μεταξύ του προλετάριου, του εσωτερικού μετανάστη και του παλιού δείγματος του έλληνα μεγαλοαστού.

Αυτό το ιδιότυπο ανθρώπινο δείγμα διαθέτει και κουβαλά όλη τη μιζέρια, τη στέρηση, τα συμπλέγματα των καταπιεσμένων του Μεσοπολέμου και της Κατοχής αλλά συνάμα μιμείται, σχεδόν μαϊμουδίζει, τη συμπεριφορά, τα καμώματα και την ανηθικότητα, τον κυνισμό της μεγαλοαστικής, πρώην τσιφλικάδικης τάξης. Η εποχή των αμερικανικών «βοηθειών», της δημιουργίας των μεσαζόντων, των εργολάβων, των πλασιέ, των ετοιματζίδικων και των μεταπρατών.
Αυτοί είναι οι αντιήρωες του Ψαθά, των Σακελλάριου – Γιαννακόπουλου, των Γιαλαμά – Πρετεντέρη, των Τσιφόρου – Βασιλειάδη, του Γ. Ρούσσου.

Μέσα σε ιδεολογικά καυδιανά δίκρανα: λογοκρισία, ευρωπαϊκή μόδα, αμερικανικό τρόπο ζωής και μια αγορά και μια εκπαίδευση κατευθυνόμενα, συντηρητικά διαμορφώνεται μια τάξη «Μεταξύ», νόθη, απροσδιόριστη, χωρίς ιδεολογικά αξιώματα, κυνική, αδηφάγα, ανελέητη και αθεόφοβη!! Μια τάξη μασκαράς, όπου πίσω από τη μοντέρνα, εκσυγχρονιστική προσωπίδα καιροφυλακτεί ένας άγριος και πρωτόγονος αυτιστικός συντηρητισμός.

Μαγιό μπικίνι η αδελφή για να προσελκύσει τον γαμπρό με τα μάτσο φράγκα αρκεί να μείνει παρθένα έως τον γάμο, αλλιώς η τιμή του αδελφού εξεγείρεται και μαχαιρώνει. Ανθρωποι της αντιπαροχής και της αναμονής, με τα σίδερα να ξεπηδούν στην ταράτσα για να επεκταθεί το προικώο. Αυτοί οι άνθρωποι κυκλοφορούν με καίρια ειρωνική διάθεση εκ μέρους των συγγραφέων στις κωμωδίες ηθών της εποχής με τον ρυθμό της παραδοσιακής φάρσας (ιδού η συνταγή της φαρσοκωμωδίας!).

Η ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ. Ο θίασος που γενναιόδωρα χορήγησε ο Τάσος Παπανδρέου στο Θέατρο Λαμπέτη ξέρει καλά το ιδίωμα αυτού του υβριδίου και ο Χρήστος Χατζηπαναγιώτης που το σκηνοθέτησε και πρωταγωνιστεί εξελίσσεται σε μια αξιόλογη μονάδα διαχείρισης του κώδικα και των κλειδιών του. Γερές χαράξεις στους τύπους, λιτή εμβάθυνση στους χαρακτήρες, γοργός ρυθμός, αποθέωση του τάιμινγκ (της χρόνωσης) της ατάκας. Λόγος και ρυθμός του λόγου η αναπτερωμένη καθημερινή λαλιά, που προκαλεί μια οικεία κινησιολογική χορογραφία.

Το έργο παίχτηκε με προσαρμογή Θ. Πετρόπουλου σε τσιμπημένα σκηνικά (Τσαγκάρη) και κοστούμια (Παπανικολάου) μεσοαστικού κιτς εποχής. Δίπλα στον Χατζηπαναγιώτη όργωσαν τη σκηνή η Γαλανοπούλου, η Κατσανδρή, η Ζιάννη, η Μ. Κωνσταντινίδου και ο έξοχος κυριολεκτικά Ευριπιώτης. Και μια τυπίστα που βγήκε μόλις από το αβγό: Δανάη Μπάρκα. Ξεπεταρούδι!

Σχόλια
Γράψτε το σχόλιό σας
50 /50
2000 /2000
Όροι Χρήσης. Το site προστατεύεται από reCAPTCHA, ισχύουν Πολιτική Απορρήτου & Όροι Χρήσης της Google.