Θα συζητήσουμε επιτέλους σοβαρά για την ανάπτυξη; Σχεδόν όλα τα τελευταία μέτρα που είχε δεσμευθεί με τα Μνημόνια να υλοποιήσει η Ελλάδα ψηφίστηκαν στη Βουλή το βράδυ της Κυριακής. Δρομολογήθηκε λοιπόν, μετά το προχθεσινό Eurogroup στην Αθήνα, η εκταμίευση της επόμενης δόσης του δανείου ΕΕ – ΔΝΤ. Η άμεση έξοδος στις αγορές για μικρά ποσά μοιάζει πλέον ρεαλιστική, ενώ χρηματοδοτικό κενό για το επόμενο δωδεκάμηνο δεν φαίνεται να υφίσταται. Θέμα νέου δανείου από την ΕΕ, συνεπώς, μάλλον δεν τίθεται. Το υπέρογκο δάνειο που έλαβε η χώρα τελειώνει εδώ, μαζί και τα Μνημόνια (απομένουν κάποιες ουρές χωρίς μείζονες δυσκολίες, καθώς και ένα υπόλοιπο του δανείου του ΔΝΤ που εκτείνεται στο 2015). Το υπέρογκο δάνειο τελειώνει εδώ, αλλά η εξυπηρέτησή του θα βαρύνει την ελληνική οικονομία για δεκαετίες. Οπότε την επαναρρύθμιση του χρέους αυτού, ώστε η δαπάνη για τοκοχρεολύσια να αφήνει μεγαλύτερα περιθώρια στην εσωτερική χρηματοδότηση της οικονομίας, προβάλλει ως κεντρικό, αν όχι μοναδικό θέμα διαπραγμάτευσης με την ΕΕ μετά τον Μάιο η ελληνική κυβέρνηση.
Τον ίδιο στόχο προτάσσει άλλωστε, με ριζοσπαστικές διεκδικήσεις που φτάνουν μέχρι τη διαγραφή μεγάλου μέρους του χρέους, η αντιπολίτευση του ΣΥΡΙΖΑ, θέτοντας υπό αίρεση τις ίδιες τις σχέσεις της Ελλάδας με την Ευρώπη αν αυτή δεν ανταποκριθεί. Από την πρώτη στιγμή αφότου έγινε η δεύτερη ρύθμισή του, το αίτημα να ξαναρυθμιστεί το χρέος απασχολεί κατά κόρον, μονοπωλιακά σχεδόν, τη δημόσια αντιπαράθεση για την οικονομία, με το επιχείρημα ότι δεν είναι βιώσιμο: ότι δηλαδή, ακόμα και με τα χαμηλά επιτόκια και τις περιόδους χάριτος που έχουν εξασφαλιστεί, η αδύναμη ελληνική οικονομία δεν αντέχει να το αποπληρώνει. Πράγματι, εκκινώντας από μιαν οικονομία σε ύφεση, ή έστω σε στασιμότητα πια ή με μηδαμινούς ρυθμούς μεγέθυνσης, όπως τους προβλέπει για πολλά χρόνια το ΔΝΤ, οι δαπάνες για την εξυπηρέτηση του χρέους αφαιρούνται από τους πόρους που έχει απόλυτη ανάγκη η χώρα για επενδύσεις, για τη χρηματοδότηση της παραγωγής αλλά και της ζήτησης, για την παιδεία, την κοινωνική προστασία κ.ο.κ.
Πρώτο κεφαλαιώδες ζήτημα είναι η εξασφάλιση επαρκών πόρων: η τραπεζική χρηματοδότηση του ιδιωτικού τομέα εξακολουθεί να φθίνει, παρουσίασε ετήσια μείωση 4% το πρώτο δίμηνο φέτος, πλέον του 5% προς τις επιχειρήσεις. Διαθέτοντας ολοένα λιγότερη ρευστότητα πώς να αυξήσουν την παραγωγή και τις εξαγωγές τους; Απαράδεκτα καθυστερημένη, η ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών ολοκληρώνεται πλέον και θα βοηθήσει στο εξής, αλλά δεν φτάνει. Χρειάζονται μεγαλύτερες εισροές από την ΕΕ –εύστοχα επισήμαινε στην «Καθημερινή» ο Κώστας Καλλίτσης την ανάγκη να μειωθεί η «ποινή» της ΕΚΤ στα ελληνικά ομόλογα τα οποία αναχρηματοδοτεί ως ενέχυρα μόλις στο 48% της αξίας τους, επίσης να κινητοποιηθεί η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων –οπωσδήποτε περισσότερα διεθνή επενδυτικά κεφάλαια.
Δεύτερον, επιβάλλεται να προγραμματιστεί μεσοπρόθεσμα μια μετρημένη τόνωση της ζήτησης, όχι του τύπου αυθαίρετων εφάπαξ «μερισμάτων» από το πρωτογενές πλεόνασμα, αλλά με τον αποδοτικότερο δυνατό τρόπο για τη συνολική οικονομία και συνάμα για την ανακούφιση των πραγματικά ασθενεστέρων. Η σχετική συζήτηση που έχουν ανοίξει στην ΕΕ οι κυβερνήσεις της Ιταλίας και της Γαλλίας μπορεί να ωφελήσει και εμάς.
Τρίτο, δυσκολότερο αλλά καθοριστικό, πρέπει να προαχθεί με διαφάνεια, μακριά από τις πάντοτε κυρίαρχες πελατειακές σχέσεις, η ανάπτυξη των κλάδων που παρουσιάζουν τα μεγαλύτερα συγκριτικά οφέλη, που θα δημιουργήσουν απασχόληση και εισόδημα. Και στους στόχους αυτούς να προσαρμοστεί το σύνολο των πολιτικών: από τη φορολογία μέχρι την εκπαίδευση/κατάρτιση.