Οταν το βράδυ της περασμένης Δευτέρας ο 14ος νικητής του σημαντικού ελληνικού βραβείου ανδρικής θεατρικής ερμηνείας παρέλαβε τον χρυσό σταυρό του Δημήτρη Χορν από τον περσινό κάτοχο και τον πέρασε στον λαιμό του, το πρώτο πράγμα που έκανε ήταν, ως είθισται σε αυτές τις περιπτώσεις, να εκφράσει τις ευχαριστίες του. «Αφιερώνω το βραβείο στους υπόλοιπους “Μπούφους”» είπε ελαφρώς αστειευόμενος ο Γιώργος Χρυσοστόμου, αφού στο κάτω κάτω το βραβείο το κέρδισε χάρη στην ερμηνεία του στο «Mistero Buffo» του Ντάριο Φο, υπό τις σκηνοθετικές οδηγίες του Θωμά Μοσχόπουλου. Τον τελευταίο τον ευχαρίστησε ιδιαιτέρως, γιατί είχε την «πρωτοφανή γενναιοδωρία να συνεργαστούμε και όχι να μας σκηνοθετήσει». Κάπως έτσι, κατέληξε ο ηθοποιός, «έγινε η παράσταση μια όμορφη πολιτική πράξη και όχι πράξη πολιτικής».

ΠΑΡΑΛΙΓΟ ΙΕΡΕΑΣ. Από μια άποψη, και οι δικές του οι πρώτες, αποφασιστικές πράξεις, κατά κάποιον τρόπο, πολιτικές ήταν. Γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Ρόδο, το δεύτερο από τα επτά παιδιά μιας οικογένειας που δεν ήταν δα και εύπορη. Ερωτώμενος σχετικά, είπε κάποτε ότι το να μεγαλώνεις με έξι αδέλφια είναι «στενά αλλά ζεστά, με φασαρία, με πολλή αγάπη και μακελειό, με παιχνίδια παντού». Χρειάστηκε βέβαια να δουλέψει στη γη με τον πατέρα του και ενδεχομένως κάπου τότε ήταν που σκέφτηκε ότι θέλει να φύγει από το νησί.

Ο τρόπος; Παραλίγο να γινόταν ιερέας, στρατιωτικός, ακόμα και εμποροπλοίαρχος – σε αυτά όμως, στο πρώτο ειδικά, τον έσπρωχναν «κάτι θείες» του και ο αναγκαστικός τακτικός εκκλησιασμός. Ο ίδιος, απέχοντας από αυτό που λέμε άριστος μαθητής, ήξερε πως ούτε αυτά ούτε οι Πανελλαδικές ήταν ο δρόμος του. Οτι τα φροντιστήρια θα ήταν ένα άχρηστο έξοδο για την οικογένειά του. Πέρασε λοιπόν την πόρτα του θεατρικού εργαστηρίου του ΔΗΠΕΘΕ Ρόδου, όπου μαθήτευσε κοντά στον Κώστα Κατσουλάκη. Εκείνος έπεισε τους γονείς του να τον αφήσουν να γίνει ηθοποιός. Ετσι, ο Χρυσοστόμου έδωσε εξετάσεις στο Κρατικό Θέατρο Βορείου Eλλάδος, πέρασε, πήρε και υποτροφία.

Η δουλειά του ηθοποιού, φυσικά, μόνο εύκολη δεν είναι – κι ο Χρυσοστόμου δεν αποτέλεσε εξαίρεση σε αυτό. Ηδη από τα χρόνια στο περιφερειακό θέατρο της γενέτειράς του εργαζόταν παράλληλα σε μικρό μπαρ της παλιάς πόλης του νησιού, σφυρηλατώντας τις αντοχές του. Οταν ανηφόρισε στη Θεσσαλονίκη, είχε ήδη ξεχωρίσει στο «Φάντασμα της Μασσαλίας» του δασκάλου του στο ΔΗΠΕΘΕ Ρόδου, όπως ξεχώρισε και στη συμπρωτεύουσα με την «Ωραία κοιμωμένη» του Κωνσταντίνου Ρήγου ή τους «Βατράχους» του Σωτήρη Χατζάκη. Κατόπιν, άρεσε πολύ στην «Πεντάμορφη και το τέρας» του Θωμά Μοσχόπουλου, ήταν ένας πολύ καλός Τζιμ στον «Γυάλινο κόσμο» του Νεμπόγια Μπράντιτς και ένας εξίσου καλός Νικ στο «Ποιος φοβάται τη Βιρτζίνια Γουλφ» της Ελένης Μποζά. Οπως βέβαια ισχύει στον χώρο, κάπου εκεί κοντά υπήρχε και η τηλεόραση.

Πέραν του «504 χιλιόμετρα βόρεια της Αθήνας», πέραν των «Singles», μεγάλη μερίδα του κοινού τον αγάπησε το 2008 σαν λίγο νευρικό και κάπως μπουνταλά αστυνόμο στο «LAPD» του Στέφανου Μπλάτσου. Οχι εντελώς τυχαία: όπως έλεγε κι ο ίδιος παλιότερα, αν υπάρχει ένας ρόλος που είναι πιο κοντά στον δικό του χαρακτήρα, αυτός είναι. Τα νεύρα του Λουκά ήταν ενίοτε και τα δικά του νεύρα. Εβγαζε τόσο γέλιο σε πολλούς, που άρχισαν να τον τοποθετούν όλο και συχνότερα κάτω από την ταμπέλα του κωμικού ηθοποιού, ενώ άλλοι – ή άλλες – τον σταματούσαν και στον δρόμο. Το λιγότερο ευχάριστο ήταν που έπειτα από αυτή τη δουλειά υπήρξαν προτάσεις στη λογική τού «έλα να κάνουμε στο θέατρο αυτό που έκανες στην τηλεόραση». Χώρια που τα τηλεοπτικά λεφτά δεν είναι πάντα αυτό που πολλοί νομίζουν.

Μια φορά ο Χρυσοστόμου βρισκόταν στη Θεσσαλονίκη, έμαθε ότι διέρρηξαν το σπίτι του στην Αθήνα και όταν θρήνησε το χαμένο, καινούργιο του λάπτοπ, κάποιος του είπε ότι, σιγά, με τα λεφτά που βγάζει, μπορεί να πάρει άλλα δύο. Δεν ήταν ακριβώς έτσι.

Το καλό είναι ότι κάτι τέτοια όχι μόνο δεν τον αποθάρρυναν από την υποκριτική, αλλά και δεν τον εμπόδισαν καν να δώσει τα τελευταία χρόνια λίγο περισσότερη προσοχή στο θέατρο. Οσοι τον είδαν εσχάτως σε δουλειές με σκηνοθέτες όπως ο Γιάννης Κακλέας, ο Θωμάς Μοσχόπουλος, ο Δημήτρης Καρατζάς, στη «Λυσιστράτη» δηλαδή, στον «Υπηρέτη δύο αφεντάδων», στον «Οδυσσεβάχ», στον «Μάκβεθ», στο «Mistero Buffo» ή στον «Ρινόκερο» αυτή την περίοδο, μόνο καλά λόγια είχαν να πουν. Ο ίδιος αναμετριέται με τους ρόλους του εργαζόμενος σκληρά και επιτρέποντάς τους ενίοτε να του μιλήσουν και για τον εαυτό του. Ειδικά, ας πούμε, για εκείνον που του έφερε και το Βραβείο Χορν, τον μονόλογο του Ντάριο Φο, ο Χρυσοστόμου έλεγε πρόσφατα ότι ενώ διάλεξε την ιστορία ενός αγρότη που ξύπνησε σαν γελωτοποιός, γιατί του φάνηκε αστεία, στην πορεία διαπίστωσε τα κοινά τους στοιχεία: κι εκείνος ως αγρότης ξεκίνησε στη Ρόδο και ξαφνικά μεταμορφώθηκε σε ηθοποιό.

ΣΟΟΥΛ ΚΑΙ ΓΥΜΝΑΣΤΙΚΗ. Σε έναν ηθοποιό, ο οποίος έχει κάνει δουλειές που άλλοι, ψηλομύτες συνάδελφοι, δεν θα καταδέχονταν – μέχρι και Αγιος Βασίλης στο Mall. Σε έναν ηθοποιό που δεν κωλώνει να παραδεχθεί ότι για τους μεγάλους σαιξπηρικούς ρόλους ίσως να μην είναι ακόμα αρκετά ώριμος. Που πιστεύει ότι το σινεμά, στο οποίο μέχρι στιγμής έχει κυρίως συμμετάσχει και όχι πρωταγωνιστήσει, «θα έρθει όταν είναι να έρθει». Που μένει στο κέντρο της Αθήνας. Ακούει ψυχεδελική ροκ, άμπιεντ, ηλεκτρονική, σόουλ και r’n’b της δεκαετίας του ’70, τζαζ και πιανίστες σαν τον Μπιλ Εβανς, πράγματα δηλαδή που μερικές βραδιές μπορεί και να τα παίξει σαν DJ σε μπαράκια της Αθήνας. Ενώ πρέπει να προσέχει τι τρώει, να γυμνάζεται, να φροντίζει τη φωνή του κ.λπ., εκείνος ξεχνιέται. Καμιά φορά, έχει πει, ξεμένει από χρήματα στα μισά του μήνα. Στα πολιτικά είναι λίγο σκράπας – εκπαιδεύεται ως πολίτης μέσα από τους ρόλους του.

Λίγες μόλις ημέρες έπειτα από εκείνη κατά την οποία φορούσε τον σταυρό του Δημήτρη Χορν και ευχαριστούσε τους συνεργάτες του, όταν «ΤΑ ΝΕΑ» τον ενόχλησαν για χάρη αυτού εδώ του κειμένου, εκείνος αρνήθηκε ευγενικά, προτιμώντας να ξεκουραστεί και να συνεχίσει να δουλεύει. Και το μόνο στο οποίο μπορούσε να απαντήσει, ήταν ότι τα 3.000 ευρώ που συνοδεύουν το βραβείο θα τα δώσει για να ξεπληρώσει την Εφορία.

Vidcast: Face2Face