Θα τ’ αφήσω ασκούπιστα μέχρι να αναλάβει η Δούρου με τη μαλαστούπα. Της Κερατέας να γίνει εδώ πέρα μέσα, εγώ σφουγγαρίστρα στο χέρι μου δεν πιάνω, δεν πάει να φτάσει το χνούδι ίσαμε το ταβάνι κι ο ντελβές απ’ τους καφέδες να γίνει πίστα για σκι πλαγιάς όπως τότε με τις καταλήψεις των συριζαίων στο ΑΠΘ. Εγείρει αντιρρήσεις η μετανάστρια οικιακή βοηθός μου και άπαξ της εβδομάδος με απειλεί με το βετέξ, αλλά πού να καταλάβει η έρμη τι εστί μνημονιακή χούντα και σκοτεινές γεωπολιτικές επιδιώξεις της ΕΕ στην Ουκρανία. Τόσο καιρό που συγχρωτίζεται με φιλελέ και δωσίλογους αλλοτριώθηκε κι αυτή και πήγε να γραφτεί στους Ατενίστας που θέλουν την πόλη ζωντανή και με θέα ανεμπόδιστη προς το παρελθόν και το μέλλον της.

Τα τσιγαριλίκια στο γκαζόν και κάτι χιλιοκατουρημένα παγκάκια από το πέρασμα των Αγαναχτισμένων στην Πλατεία θα τ’ αφήσω να βρουν κι αυτά τον αντιμνημονιακό μάστορά τους. Για τα άπλυτα κατσαρολικά στον νεροχύτη μου ούτε λόγος. Θα τα κοπανάω ρυθμικά και –ποιος ξέρει; –μπορεί μια μέρα να γίνω διάσημη σαν τους Stomps. Χοροπηδάω και τραγουδώ «έτσι κι εμένα η φίλη του Γαβρίλη σαν έφευγα στις 20 τ’ Απρίλη μου φώναξε ψηλά απ’ το μπαλκόνι»: τα παντζούρια τα έκανα, να πάρω τώρα λίγο και τις γωνίες;