Ενας κακότροπος ηλικιωμένος άνδρας στα όρια της γεροντικής άνοιας, αλκοολικός, βετεράνος στον πόλεμο της Κορέας, φαντασιώνεται ότι έχει κερδίσει το λαχείο και ότι μπορεί να πραγματοποιήσει το όνειρο της ζωής του: να αγοράσει ένα καινούργιο φορτηγάκι. Ο γιος του αποφασίζει να του κάνει το χατίρι και τον πάει στην πολιτεία όπου πιστεύει ότι θα εξαργυρώσει το λαχείο, αφού τον οδηγήσει σε ένα ταξίδι στο παρελθόν του. Με αφορμή μια φαντασίωση, ξεκινάει μια περιπλάνηση στην πεζότητα, την αδράνεια, την κενότητα της αμερικανικής κοινωνίας, όχι προφανώς αυτής της Ανατολικής Ακτής, αλλά της «επαρχιώτικης» ενδοχώρας. Η σκιαγράφηση των κοινωνικών και οικογενειακών σχέσεων γίνεται με γκρίζα χρώματα, κυριολεκτικά και μεταφορικά. Οι άνδρες αυτής της κοινωνίας επικοινωνούν μόνο μέσω της τηλεόρασης, και κυρίως για δύο θέματα: το ποδόσφαιρο και τα αυτοκίνητα. Οι οικογενειακοί δεσμοί χαρακτηρίζονται υποτονικά από διαρκή προσβολή του ενός απέναντι στον άλλο. Οι προσωπικές σχέσεις δείχνουν ζήλεια, απογοήτευση, ωφελιμισμό αλλά και μια καταναγκαστική συντροφικότητα. Το ταξίδι αποκαλύπτει τη ζωή ενός ματαιωμένου και ασυναίσθητου ανθρώπου. Ο γιος όμως, στο τέλος της ιστορίας, παρά τη διάψευση της φαντασίωσης του λαχείου, πουλάει το δικό του αυτοκίνητο, αγοράζει το πολυπόθητο φορτηγάκι και το δίνει στον πατέρα του να το οδηγήσει φιγουρατζίδικα στον δρόμο της νιότης του, εκεί όπου θα τον δουν επιτέλους «καταξιωμένο» οι παλιοί του γνωστοί. Αλλωστε, αποδεικνύεται ότι και ο πατέρας θέλει τα λεφτά του λαχείου όχι μόνο για να ικανοποιήσει το γινάτι του, αλλά και να τ’ αφήσει στους δύο γιους του αφού δεν κατάφερε να τους δώσει κάτι άλλο.

Αυτή είναι συνοπτικά η υπόθεση της ταινίας «Νεμπράσκα» του Αλεξάντερ Πέιν, ο οποίος, με το ψυχρό χιούμορ του Τζιμ Τζάρμους και τον συναισθηματικό ρεαλισμό του Mάικ Λι, εικονογραφεί ουσιαστικά το ασήμαντο. Παράλληλα, η ταινία του διατυπώνει με καλλιτεχνική χειρουργική ακρίβεια ένα «αντιλαϊκιστικό» επιχείρημα. Ο απλός Αμερικανός, ο εκπρόσωπος του περιούσιου «λαού», που σκιαγραφείται στο πρόσωπο του ηλικιωμένου πρωταγωνιστή της ταινίας, δεν έχει τίποτα ελκυστικό επάνω του. Δεν είναι θύμα κάποιας ελίτ ή κάποιων οικονομικών συμφερόντων αλλά της μιζέριας, του ανικανοποίητου καταναλωτισμού, της μνησικακίας και της μικροεκμετάλλευσης που κυριαρχεί στον μικρόκοσμό του. Κανείς δεν θα μπορούσε να συμπαθήσει, πόσω μάλλον να υποστηρίξει αυτή τη λαϊκή φιγούρα και το περιβάλλον της. Κι όμως ο γιος –και έμμεσα ο σκηνοθέτης –το κάνει, δίνοντας ίσως το πιο θλιβερό και συγκινητικό κινηματογραφικό happy end. Ο διάχυτος στην ταινία σκωπτικός «αντιλαϊκισμός» υποχωρεί. Η φαντασίωση της μεταπολεμικής γενιάς ανάγεται σε συναισθηματικό «χρέος» της επόμενης.

Η ταινία πιάνει το θέμα της οικογένειας και το ανατέμνει κριτικά. Εκεί εντοπίζει και διακωμωδεί το πολιτισμικό τραύμα της αμερικανικής λαϊκότητας. Με έναν περίεργο τρόπο, η «Νεμπράσκα» επικοινωνεί με διακεκριμένες σύγχρονες ελληνικές ταινίες που επίσης βάζουν στο στόχαστρό τους τις οικογενειακές σχέσεις. «Σπιρτόκουτο», «Κυνόδοντας», «Χώρα Προέλευσης», «Miss Violence» αποτελούν κινηματογραφικές αφηγήσεις που αποδομούν την «αγία» ελληνική οικογένεια και βρίσκουν σε αυτή τον πυρήνα των συγκρούσεων, της βαρβαρότητας, της υποκρισίας που κυριαρχεί σήμερα. Βέβαια, στην ελληνική περίπτωση το οικογενειακό περιβάλλον εικονογραφείται σε συνθήκες υστερίας («Σπιρτόκουτο»), πατριαρχικής βιαιότητας («Κυνόδοντας») και έντονης μυστικοπάθειας («Χώρα Προέλευσης», «Miss Violence»). Η ταινία του Πέιν, αντίθετα, μιλάει για μια μέση οικογένεια όπου επικρατουν η κατατονία, η μητριαρχική εξουσία, η έλλειψη δεσμών. Στην ελληνική περίπτωση το πρόβλημα απεικονίζεται κυρίως ως δράμα, σε αυτή του φιλμ «Νεμπράσκα» ως πικρή κωμωδία. Στις ελληνικές ταινίες, παρά τις σημαντικές διαφορές τους, η οικογένεια αποκαθηλώνεται πλήρως αφού ακόμη είναι ένας κυριαρχικός θεσμός, ενώ η ταινία του Πέιν έρχεται να μιλήσει για μια ήδη απομυθοποιημένη οικογένεια που μαζεύει τα συντρίμμια της.

Ο κινηματογραφικός φακός πολλές φορές έχει υπάρξει πολύ διορατικός ως προς την κατανόηση της πραγματικότητας. Η αναζήτηση των αιτιών της κοινωνικής κατάπτωσης που βιώνεται τα τελευταία χρόνια στο πλαίσιο των οικογενειακών σχέσεων εξουσίας είναι μια ενδιαφέρουσα πρόταση. Αποτρέπει τη συζήτηση από τη συνήθη θυματοποίηση των «απλών ανθρώπων» και το ρίξιμο όλου του φταιξίματος στους γνωστούς φθαρμένους θεσμούς (πολιτικούς, κράτος κ.λπ.). Ισως μάλιστα αν ακολουθηθεί ο «δρόμος» της «Νεμπράσκα» τα μεγεθυσμένα σήμερα χάσματα γενεών και ιδεολογιών να προκύψουν μικρότερα. Ισως ανάμεσα στο καλόπιασμα και την καταγγελία της κοινοτοπίας και των σφαλμάτων του «λαού» υπάρχει η κριτική κατανόησή του.

Ο Βασίλης Βαμβακάς είναι λέκτορας στο Τμήμα Δημοσιογραφίας και ΜΜΕ του ΑΠΘ