Πριν από ακριβώς 50 χρόνια ο Λίντον Τζόνσον ανέλαβε μία πρωτοβουλία την οποία δεν είχε αναλάβει κανένας από τους προκατόχους του στον Λευκό Οίκο: κήρυξε πόλεμο στη φτώχεια. «Τα όπλα μας», είχε πει τότε, «είναι καλύτερα σχολεία, καλύτερες υπηρεσίες Υγείας, καλύτερα σπίτια, καλύτερη επαγγελματική εκπαίδευση και καλύτερες ευκαιρίες απασχόλησης».

Με εκείνη την ενέργειά του ο τότε πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών έθεσε τις βάσεις της ευθύνης που έχει η οργανωμένη πολιτεία έναντι των λιγότερο προνομιούχων μελών της. Η κήρυξη του πολέμου δεν ήταν κενή περιεχομένου. Τη δεκαετία που ακολούθησε εφαρμόστηκε στις Ηνωμένες Πολιτείες μια σειρά από κοινωνικά προγράμματα προς όφελος των οικονομικά ασθενέστερων πολιτών της χώρας. Την ίδια περίοδο, όμως, η Αμερική ξεκινούσε έναν ακόμη πόλεμο, στο Βιετνάμ. Ο πόλεμος κατά της φτώχειας άρχισε να υποχρηματοδοτείται. Παράλληλα δυνάμωναν οι φωνές από το συντηρητικό στρατόπεδο, που κατά κάποιον τρόπο ζητούσαν την υπογραφή μιας ειρηνευτικής συμφωνίας για τη φτώχεια.

Το βασικό επιχείρημα των συντηρητικών ήταν κάτι που έμελλε να εδραιωθεί ως βασικός κανόνας την εποχή του Ρόναλντ Ρίγκαν. Η καταπολέμηση της φτώχειας με κοινωνικά προγράμματα, έλεγαν, είναι αδύνατη, επειδή για τη φτώχεια ευθύνονται πρωτίστως οι ίδιοι οι φτωχοί. Κατά την άποψή τους, το πρόβλημα των μη εχόντων δεν ήταν οι χαμηλοί μισθοί, η ανεργία ή η έλλειψη εκπαίδευσης, αλλά ο τρόπος ζωής τους και, ακόμη περισσότερο, ο τρόπος που σκέφτονταν. Οι φτωχοί βαφτίζονταν ανεπίδεκτοι μαθήσεως. Υποδεικνύονταν ως τεμπέληδες, ανεύθυνοι και επιρρεπείς σε εξαρτήσεις. Επιπλέον, έκαναν πολλά παιδιά. Αν, επομένως, στερούνταν ακόμη και τα απαραίτητα, δεν είχαν να κατηγορήσουν παρά μόνο τον εαυτό τους. Τη δεκαετία του 1990 κατεξοχήν εκπρόσωποι του κακού έγιναν οι φτωχές ανύπανδρες μητέρες, υπενθυμίζει στο Ατλάντικ η συγγραφέας Μπάρμπαρα Ερενράιχ (το βιβλίο της «Για πενταροδεκάρες» είχε κυκλοφορήσει από τα Ελληνικά Γράμματα).

Η φούσκα που έσκασε από τη Lehman Brothers το 2008 και οδήγησε σε μια τρομακτική οικονομική ύφεση θα έπρεπε φυσιολογικά να ενταφιάσει τη θεωρία της προσωπικής ευθύνης των φτωχών για τη μοίρα τους. Ποιος μπορούσε να κατηγορήσει τους νυν νεόπτωχους και πρώην φιλόδοξους δικηγόρους ή μάνατζερ ότι δεν είχαν εργαστεί σκληρά; Παρ’ όλα αυτά, η αμερικανική Δεξιά πολεμάει ακόμη πιο λυσσαλέα σήμερα τον πόλεμο κατά της φτώχειας. Η μεταρρύθμιση του συστήματος Υγείας που προώθησε ο Μπαράκ Ομπάμα μετατράπηκε από τους υπερσυντηρητικούς σε ένα είδος μητέρας όλων των μαχών.

Ο πόλεμος κατά της φτώχειας που διεξάγεται στις ΗΠΑ εδώ και μισό αιώνα είναι στην πραγματικότητα ένας πόλεμος υπέρ του κοινωνικού κράτους. Ας το λάβει υπόψη της η Ευρώπη, τώρα που κατεδαφίζει το δικό της.