Το πένθος συνιστά σημαντική μήτρα πολιτικοποίησης στη σύγχρονη ελληνική Ιστορία. Η δεκαετία του ’60 είναι η περίοδος αναφοράς με τις δολοφονίες ορόσημα (Πέτρουλας, Λαμπράκης) που προκάλεσαν μαζική συγκίνηση, αποκάλυψαν το σκοτεινό πρόσωπο της καχεκτικής μεταπολεμικής δημοκρατίας και προανήγγειλαν με δραματικό τρόπο τη δικτατορία. Οι μνήμες και τα τραγούδια που ακολουθούν άλλωστε αυτές τις δολοφονίες ύφαναν το ευρύχωρο πολιτικό και πολιτισμικό πλαίσιο της ελληνικής Κεντροαριστεράς.

Η περίοδος της Μεταπολίτευσης δεν χαρακτηρίζεται από το συλλογικό πένθος για δολοφονημένους με πολιτικά κίνητρα, παρά το γεγονός ότι ο σχετικός κατάλογος της τρομοκρατικής βίας στη χώρα μας ήταν μεγάλος. Ουσιαστικά η πρώτη δολοφονία που τα μεταπολιτευτικά χρόνια συγκινεί μαζικά είναι αυτή του Αλέξη Γρηγορόπουλου, το 2008. Οι διαστάσεις πένθους και ηρωοποίησης που θα λάβει η φιγούρα του αδικοχαμένου εφήβου υπήρξαν πρωτόγνωρες, ως έναν βαθμό και επειδή υποβοηθήθηκαν από την έκρηξη των νέων μέσων κοινωνικής δικτύωσης. Οι πολυήμερες κινητοποιήσεις μαθητών στη μνήμη του συνομηλίκου τους αλλά και η μετεξέλιξή τους σε βίαια επεισόδια πρωτόγνωρης έκτασης και έντασης έτυχαν διαφορετικών ερμηνειών, αφού η οικονομική κρίση ακόμη δεν αποτελούσε τη «μοναδική» εξήγηση.

Σήμερα μπορούμε να καταλάβουμε καλύτερα ότι η «εξέγερση του Δεκέμβρη» δεν είχε οικονομικά, αλλά κυρίως συναισθηματικά κίνητρα. Η δεδομένη, μέχρι τότε, ασπίδα υπερπροστασίας των παιδιών της μεσαίας και ανώτερης κοινωνικής τάξης από τους μεγαλυτέρους τους, θρυμματίστηκε μέσα σε ένα βράδυ. Η συνηθισμένη και καθ’ όλα αποδεκτή βόλτα των παιδιών της μεσοαστικής ελληνικής οικογένειας στα μυθολογημένα Εξάρχεια για διασκέδαση, μύηση σε εναλλακτικές ταυτότητες και ριζοσπαστικές συμπεριφορές, αποδείχθηκε οδυνηρή. Στην ελληνική αντι-ντίσνεϊλαντ διαπράχθηκε μια πολιτική παιδοκτονία. Στο πρόσωπο του δολοφονικού «μπάτσου», φανερώθηκαν και πάλι ενεργές οι συντηρητικές – αυταρχικές πρακτικές του παρελθόντος.

Οι συνέπειες αυτής της δολοφονίας, αλλά και του βίαιου εν πολλοίς πένθους που γέννησε, είναι πια εξόφθαλμες. Από τη μια μεριά ένας σημαντικός αριθμός νέων ανθρώπων ριζοσπαστικοποιήθηκε απέναντι σε ένα κράτος που όλο και λιγότερο μπορούσε να παίξει τον πατρικό -προστατευτικό ρόλο του και απλά αποδεχόταν ανήμπορο τη βίαιη οργή τους. Από την άλλη δρομολόγησε τον ραγδαίο εκφασισμό ενός τμήματος της Αστυνομίας, τουλάχιστον εκείνου που πάντα φλερτάριζε με την αυθαιρεσία και που τώρα βρήκε τους εσωτερικούς εχθρούς του (αντιεξουσιαστές) ενδυναμωμένους και επιθετικούς.

Η δολοφονία του Παύλου Φύσσα από τα τάγματα εφόδου της Χρυσής Αυγής είναι η δεύτερη σημαντική περίπτωση που δημιουργεί ένα διάχυτο πένθος, αλλά μάλλον βουβό σε σχέση με αυτό του Γρηγορόπουλου. Η έλλειψη παιδικής αθωότητας του θύματος, η λαϊκή απλότητα της οικογένειάς του και το γεγονός ότι το έγκλημα έγινε στην Αμφιάλη επανέφεραν μια ξεχασμένη ταξικότητα στο όλο γεγονός που δεν επέτρεψε εύκολα στερεότυπα ηρωοποίησης. Επιπρόσθετα, ο ανένταχτος χαρακτήρας του θύματος ακύρωσε κάθε προσπάθεια κομματικής εκμετάλλευσής του. Σε αυτή την κατεύθυνση άλλωστε λειτούργησε παραδειγματικά η πρωτοβουλία των φίλων και συναδέλφων του στο hip hop και στο low bap να συμφιλιώσουν προσωρινά τις διαφορές τους προς τιμήν του. Το συμβολικό βάρος της κίνησης αυτής υπήρξε ιδιαίτερα σημαντικό στον βαθμό που καλλιτέχνες που έχουν κάνει μουσικό ιδίωμα την καταγγελία της κοινωνικής υποκρισίας παραμέρισαν συγκρούσεις και θυμό μπροστά στον μεγάλο κοινό εχθρό: τον βίαιο εξτρεμισμό των ολοκληρωτικών αντιλήψεων. Η πρωτοβουλία αυτή, ανθρώπων με παγκοσμιοποιημένη ευαισθησία, κατέδειξε την ανεπάρκεια μεγάλου μέρους της εγχώριας πολιτικοπολιτισμικής ελίτ που επιμένει να πολώνεται φανατικά στον ρυθμό «Μνημόνιο – Αντιμνημόνιο». Εξέθεσε επίσης τόσο εκείνους που ακόμη μετράνε τον αριθμό των «άκρων» όσο και εκείνους που ανακαλύπτουν ξανά τη θεωρία του σοσιαλφασισμού.

Επειτα από πέντε χρόνια δεν έγινε μια αναίτια και ξαφνική δολοφονία, όπως συνέβη το βράδυ της 8ης Δεκέμβρη 2008. Αυτή τη φορά ένας δημιουργικός και ανήσυχος άνθρωπος δολοφονήθηκε με λόγο, σε συνέχεια κι άλλων παρόμοιων εγκλημάτων που είχαν υποτιμηθεί. Τα τάγματα της εθνικόφρονης υστερίας που φούντωσε με αφορμή την οικονομική κρίση –οι κατ’ εξοχήν εκφραστές του λόγου του μίσους που έχει κυριαρχήσει τα τελευταία χρόνια ως τρόπος πολιτικής ριζοσπαστικοποίησης –έβγαλαν από τη μέση κάποιον που τους ενοχλούσε. Αυτή τη φορά όχι κάποιον ξένο ή μειονοτικό, αλλά κάποιον που ζούσε στις υποβαθμισμένες περιοχές τα εγκλήματά τους και τα καυτηρίαζε με τους στίχους του. Κάποιον που προστάτευσε τους φίλους του. Κάποιον που θυσιάστηκε για όλους όσοι ψάχνουν λάθος εχθρούς. Αυτόν που μας έκανε να ξανακαλύψουμε το δημοκρατικό πένθος.

Ο Bασίλης Βαμβακάς είναι λέκτορας Κοινωνιολογίας της Επικοινωνίας στο ΑΠΘ