Φαίνεται κάτι απολύτως φυσικό να μιλάμε για τον Κ.Γ. Καρυωτάκη σε σχέση με την Πρέβεζα, αν και κανονικά θα έπρεπε να μας απασχολήσει ως πόλη του ή η Τρίπολη, όπου γεννήθηκε, ή τα Χανιά της Κρήτης, όπου μαθήτευσε στις τελευταίες τάξεις του Γυμνασίου. Αλλά έχει χυθεί τόσο μελάνι για το ποίημά του «Πρέβεζα» που ασύνειδα, σχεδόν για όλους μας, μεταβάλλεται στον γενέθλιο τόπο του. Εστω κι αν έζησε σ’ αυτήν για έναν μόνο μήνα, από τον Ιούνιο του 1928, που επέστρεψε από το Παρίσι, ώς τις 21 Ιουλίου του ίδιου αυτού χρόνου, που αυτοκτόνησε.
Γιατί όμως επιλέγει την Πρέβεζα ως σημείο αναφοράς μιας ανήκουστης πράξης όταν, κατά διαστήματα, έχει ζήσει και σε άλλες επαρχιακές πόλεις (καθώς ακολουθούσε τον πατέρα του στις μεταθέσεις του) και μάλιστα για πολύ μεγαλύτερες περιόδους; Τι είναι αυτό το τόσο τρομερό που ζει στην Πρέβεζα και συμβαίνει να το στερούνται η Λευκάδα, η Πάτρα, η Σύρος, η Λάρισα, το Αργοστόλι; Ή μήπως επιλέγει την Πρέβεζα ως την επιτομή μιας απελπιστικής επαρχιακής αποφοράς, ώστε η αυτοκτονία του να μη συνιστά μόνο ένα επαρχιακό αδιέξοδο, αλλά και μια κοινωνική καταγγελία;
Σαφέστατα αποκλίνουν μεταξύ τους η ποίηση και τα λεξικά, αλλά δεν θα μπορούσε να υπάρξει μια γέφυρα ανάμεσα στους στίχους «Θάνατος οι λεροί, ασήμαντοι δρόμοι / με τα λαμπρά, μεγάλα ονόματά τους, / ο ελαιώνας, γύρω η θάλασσα κι ακόμη / ο ήλιος θάνατος μέσα στους θανάτους» και «την πόλη την κτισμένη κοντά στα ερείπια της αρχαίας Βερενίκης, με τα οπωροφόρα δέντρα και τα κηπευτικά που καλλιεργούνται ακόμη και τον χειμώνα, με το μεσογειακό κλίμα, τους ήπιους χειμώνες και τα δροσερά καλοκαίρια;».
Φαίνεται ενδεχομένως αφελές το ερώτημα, αλλά αποκλείεται να μη σκεφτείς: αν ο Καρυωτάκης είχε τη δυνατότητα να ζήσει στη Γερμανία, τη Βενετία ή τη Ρουμανία, όπου είχε ταξιδέψει το 1924 και το 1926, ή στο Παρίσι απ’ όπου επέστρεψε για να αυτοκτονήσει λίγο μετά, θα είχε επιχειρήσει το «απονενοημένο διάβημα»; Αν η απάντηση είναι αρνητική, τότε σημαίνει ότι η Πρέβεζα πάτησε τη σκανδάλη για τη συγκεκριμένη αυτοκτονία, έστω κι αν κανείς άλλος κάτοικός της δεν έπραξε ποτέ κάτι αντίστοιχο.
Ποια θα ήταν όμως η θέση μας αντίκρυ στον Καρυωτάκη αν είχε γράψει μόνο τους «Ιδανικούς αυτόχειρες», όπου η αυτοκτονία οργανώνεται, χωρίς να πραγματοποιείται, ενώ η ζωή που δεν διακόπτεται κάνει το σκηνικό που έχει ήδη στηθεί να ηχεί ακόμη πιο εφιαλτικό; Θα είχε θεωρηθεί τόσο μεγάλος ποιητής αν δεν είχε αναγνωριστεί, εκ των υστέρων, ότι μέσα σε μια τόσο σύντομη διάρκεια ζωής (είναι μόλις 31 ετών όταν αυτοκτονεί) γράφει πραγματικά διαμάντια; Να θέσουμε καλύτερα το ερώτημα: Με τα ποιήματά του μόνο, χωρίς να έχει αυτοκτονήσει, θα είχε σταθεί αυτό το φωτεινό μετέωρο που καθόρισε σε τρομερό βαθμό την πορεία και τη μελέτη των ποιητικών πραγμάτων στην Ελλάδα;
ΕΠΙΒΕΒΑΙΩΣΗ. Αποδεικνύεται πάντα, ό,τι κι αν λέγεται ή και αν υποστηρίζεται φιλολογικά και γραμματολογικά, πως το αίμα βάζει μια σφραγίδα που κανένας έπαινος, καμιά διάκριση ή δόξα δεν μπορεί να την αντικαταστήσει. Ο Καρυωτάκης χρειαζόταν, έστω κι αν θα πέθαινε την επόμενη ημέρα της αυτοκτονίας του, να επιβεβαιώσει την ποίησή του με μια ανήκουστη επιλογή, προκειμένου να κάνει την ποίηση αυτή ακόμη σπουδαιότερη. Οπως δεν θα ζητούσε ποτέ κανείς από τον Τ.Κ. Παπατσώνη ή τον Τ.Σ. Ελιοτ να αυτοκτονήσουν για να μη μείνει ανεπίδοτη η ποίησή τους (αφού πρόκειται για ποίηση ιδεών), για τον Καρυωτάκη σχεδόν επιβαλλόταν η αυτοκτονία ώστε να επιβεβαιωθεί, με έναν τελεσίδικο τρόπο, το αισθηματικό περιεχόμενο των ποιημάτων του –η ταύτιση έργου και ζωής μεταβάλλεται στη συγκεκριμένη περίπτωση σε απαρέγκλιτη προϋπόθεση.
Ετσι μπορούμε να θεωρήσουμε το λιγότερο ασεβές το κείμενο του μέγιστου, σε πολλά, κριτικού Μάρκου Αυγέρη όταν αποφαίνεται με τη μεζούρα της μαρξιστικής θεώρησης των πραγμάτων για τον Καρυωτάκη: «Αν δεν υπήρχε η μικροαστική δίψα για ατομική δύναμη, για κοινωνικές αναγνωρίσεις και τιμές, αν δεν υπήρχε αυτή η φιλαυτία που του κατηγορούν κι αυτό το αίσθημα του αδικημένου και ταπεινωμένου που του δηλητηρίαζε τη ζωή, θα μπορούσε να βρει διέξοδο κα σωτηρία από τα συμπλέγματά του, θα μπορούσε να στραφεί προς υπερατομικά ενδιαφέροντα και προς ιδέες πέρα από τον στενό ορίζοντα του εγωκεντρισμού του».
Βεβαίως δημοσιευμένη στο σύνολό της η μελέτη του Μάρκου Αυγέρη το 1956, θα ήταν δύσκολο, ακόμη και για τον προφητικότερο κριτικό, ν’ αντιληφθεί το τι επρόκειτο να ακολουθήσει. Τουλάχιστον όμως ο συγκεκριμένος κριτικός θα μπορούσε, 28 χρόνια μετά την αυτοκτονία του Καρυωτάκη, να διαισθανθεί έστω ότι ο ποιητής των «Νηπενθών» προοιωνιζόταν κάτι οικουμενικότερο σε σχέση με τις «οικουμενικές» αξίες που εξέφραζε ο ίδιος με την κριτική του.