Ιστορία 1η: Ο Αλεξ Μεσχισβίλι, 11 χρόνων, από τη Γεωργία, που ζει στη Βέροια, στις 3/2/2006 εξαφανίζεται μυστηριωδώς. Για πρώτη φορά η σκανδαλοθηρική μανία των ΜΜΕ σπάει τη σιωπή που πάει να επιβληθεί στην πόλη για το περιστατικό. Τελικά πέντε παιδιά παραδέχονται ότι χτύπησαν και σκότωσαν το θύμα και έθαψαν το πτώμα, το οποίο όμως δεν θα βρεθεί ποτέ. Παρά την καταδίκη των παιδιών, η ακραία αυτή περίπτωση booling και ρατσισμού από το καθεστώς της απόκρυψης πέρασε στην αδηφάγο περιέργεια του Διαδικτύου, για την οποία μια εξήγηση που δεν εμπεριέχει κάποια υπερφυσική συνωμοσία δεν γίνεται εύκολα πιστευτή.

– Ιστορία 2η: Πρωτοσέλιδο της «Ελευθεροτυπίας» στις 7/11/2006 δημοσιεύει επιστολή του 13χρονου Αλέξανδρου Ανδρικόπουλου με τίτλο «Ακούει κανείς;», με σκοπό να αφυπνίσει τους απανταχού γονείς και, όπως έλεγε το editorial της εφημερίδας, να δείξει «με το δάχτυλο τις κοινωνικές πληγές, […] την υποκρισία και την ανευθυνότητα» της σύγχρονης κοινωνίας. Η αθωότητα αλλά και ο επιθετικός τόνος της επιστολής εναντίον του αλλοτριωμένου κόσμου των ενηλίκων ενθουσιάζει αυτοπροσδιοριζόμενους ως προοδευτικούς διανοούμενους: «Ράπισμα στον καθωσπρεπισμό, σε μια κοινωνία που έχει κλειστεί στο μονοδιάστατο και αλλοτριωμένο κλουβί της κατανάλωσης και της αμφίβολης «κοινωνικής επιτυχίας»» (Ευγένιος Τριβιζάς), μιας κοινωνίας που δεν αντιδρά «στις εφαρμογές μιας νεοφιλελεύθερης πολιτικής» (Μάνος Κοντολέων).

– Ιστορία 3η: Ο αριστούχος μαθητής της Α’ Λυκείου Κωνσταντίνος Μανίκας, στις 13/5/2013 στέλνει τη δική του επιστολή στην μπλογκόσφαιρα με τίτλο «Ποιος δολοφονεί το μέλλον μου;» και με σκοπό να υπερασπιστεί την απεργία των καθηγητών στη διάρκεια των Πανελλαδικών Εξετάσεων. Η επιστολή γίνεται αποδεκτή διθυραμβικά από μεγάλο τμήμα του Διαδικτύου ως «σφυροκόπημα στη σάπια εξουσία» ενώ το γεγονός ότι συνοδεύεται με το βαθμολόγιό του με εικοσάρια «αφήνει άφωνο το facebook».

– Ιστορία 4η: Στις 7/5/2013 ένα 14χρονος Αφγανός (το όνομά του δεν καταγράφεται) δέχεται ρατσιστική επίθεση στην Πλατεία Αττικής, όπου τρεις μαυροφορεμένοι του χαρακώνουν το πρόσωπο με σπασμένο μπουκάλι μπίρας. Η φωτογραφία του προσώπου με τα ράμματα δημοσιεύεται στην «Εφημερίδα των Συντακτών» μήπως ευαισθητοποιηθεί η Πολιτεία μετά τον θόρυβο που θα προκληθεί και γλιτώσει ο βάναυσα τραυματισμένος την απέλαση.

Τέσσερις ιστορίες που, παρά την εντελώς διαφορετική χρονική τους θέση ως προς την περίοδο της κρίσης, φέρνουν την παιδική ηλικία στο προσκήνιο. Οι δύο «επιστολές», υπό σχεδόν γενική αποδοχή, θα σηματοδοτήσουν την αποθέωση της αγνής και ασυμβίβαστης εφηβικότητας που μπορεί να πει την αλήθεια για τον «σαθρό» κόσμο των μεγάλων. Οι άλλες δύο ιστορίες αποτελούν παραδείγματα μιας «χαμένης» παιδικότητας, δύσκολα αναγνωρίσιμης γιατί, εκτός από ξένης προέλευσης, είναι ρουφηγμένη πλήρως από τον «κακό» κόσμο των ενηλίκων. Γι’ αυτό στην αρχή θα επιχειρηθεί να μείνουν αόρατες, ενώ θα γίνουν αντιληπτές μόνο κάτω από το φρικιαστικό φως της δημοσιογραφικής δραματοποίησης.

Είτε στην περίπτωση των μικρομέγαλων ηθικολόγων είτε σε αυτήν των αδύναμων πρωταγωνιστών της βίαιης ενηλικίωσης, η παιδική ηλικία γίνεται «πρώτο θέμα» μόνο όταν ταυτίζεται με τη θέση του θύματος. Τότε μόνο, αφενός, ανθεί ένας νεοσυντηρητικός λόγος που γύρω από την υποτιθέμενη αθωότητά της νεότητας θα προσπαθήσει να εξιδανικεύσει το παρελθόν. Τότε μόνο, αφετέρου, υφαίνεται ο μανδύας μιας ακραίας πολιτικοποίησης του νεανικού σώματος που θα το αναγάγει σε οσιομάρτυρα, σε διαχρονικό σύμβολο της καταπίεσης και σημαία του αντιεξουσιαστικού αγώνα (π.χ. Δεκέμβριος 2008).

Την εποχή της κρίσης, οι δύο θυματοποιητικές στάσεις απέναντι στους νέους συνενώνονται και αποκτούν έκφραση μέσω του γενικευμένου θρήνου για τη γενιά που μεταναστεύει στο εξωτερικό και χάνεται από την πατρίδα της. Ο θρήνος προφανώς δεν αφορά ότι ένα μέρος του 60% των άνεργων νέων δεν μπορεί να βρει δουλειά στο εξωτερικό. Το δράμα αφορά περισσότερο την «πρόωρη» απομάκρυνση των νέων από την οικογένεια και την παρατεταμένη παιδικότητα στην οποία η οικογένεια τους κρατά.

Δυστυχώς, μια κοινωνία που λατρεύει υπερβολικά τη νεότητα και θέλει να την κρατήσει όσο γίνεται αποκομμένη από την πραγματικότητα είναι καταδικασμένη να τη σκέφτεται είτε όταν αυτή παπαγαλίζει τον συντηρητικό ριζοσπαστισμό είτε όταν τα τάγματα της καθαρότητας (φυλετικής, ηλικιακής, ταξικής) τη χτυπούν αλύπητα.

Ο Βασίλης Βαμβακάς είναι λέκτορας Κοινωνιολογίας της Επικοινωνίας στο ΑΠΘ