Ο Ζαν-Πολ Σαρτρ και η Σιμόν ντε Μποβουάρ, ο Λουί Αραγκόν και η Ελσα Τριολέ, αλλά και ο Ρομέν Ρολάν, ο Αντρέ Ζιντ και ο Αντρέ Μαλρό ήταν ανάμεσα στους γίγαντες της γαλλικής λογοτεχνίας που είχαν, για μικρότερο ή μεγαλύτερο διάστημα, γοητευθεί από τη Σοβιετική Ενωση και τους ηγέτες της. Μια έκθεση στο Παρίσι αφιερωμένη στην παρουσία των γάλλων διανοουμένων στη Χώρα των Σοβιέτ αφηγείται πώς μια μικρή ελίτ τυφλώθηκε ή χειραγωγήθηκε αρκετά ώστε να αναλάβει εσκεμμένα ή όχι τον ρόλο να θολώνει τα νερά σχετικά με τα εγκλήματα του κομμουνιστικού καθεστώτος.

Η έκθεση «Ιντελιγκέντσια», με την οποία κλείνει το Λογοτεχνικό Ετος Γαλλία – Ρωσία 2012, αποτελεί μια συναρπαστική μαρτυρία για την πληθώρα των λογοτεχνικών ανταλλαγών ανάμεσα στη Γαλλία και τη Ρωσία στη διάρκεια του 20ού αιώνα. «Από το 1917, πολλές γενιές γάλλων διανοουμένων έζησαν, εργάσθηκαν, ακόμη και ονειρεύτηκαν υπό την άμεση επιρροή των Σοβιετικών», λέει στη γαλλική «Λε Φιγκαρό» η Λορέν ντε Μο, υπεύθυνη στο Γαλλικό Ινστιτούτο για το Λογοτεχνικό Ετος Γαλλία – Ρωσία και έφορος της «Ιντελιγκέντσια», μαζί με την καθηγήτρια της Σορβόννης Βερονίκ Ζομπέρ. «Τα αρχεία της Κεντρικής Επιτροπής του Σοβιετικού Κομμουνιστικού Κόμματος δεν αφήνουν περιθώρια. Βλέπουμε σ’ αυτά, χάρη στους προσωπικούς φακέλους που η ΚΕ αφιέρωνε στους διανοουμένους, τι μηχανευόταν η Ρωσία για να γοητεύσει και να χειραγωγήσει τη γαλλική λογοτεχνική και δημοσιογραφική σκηνή». Ομως η έκθεση παρουσιάζει επίσης τα θύματα του Λένιν και του Στάλιν που είχαν καταφύγει στη Γαλλία, ιδιαίτερα στην πρωτεύουσα. Οπως επισημαίνει ο Ποπλάφσκι, «η πατρίδα του νεαρού εμιγκρέ δεν είναι ούτε η Ρωσία, ούτε η Γαλλία, αλλά το Παρίσι».

«Ιντελιγκέντσια» είναι ρωσικός όρος που περιγράφει τη «μορφωμένη επαγγελματική τάξη» στη Ρωσία, αλλά πέρασε στην κοινή γλώσσα για να περιγράψει τους διανοούμενους. Ξέρουμε καλά ήδη από τον Γκράμσι πως η δουλειά μιας κατηγορίας διανοουμένων, των πιο «παραδοσιακών», είναι να δίνουν την ανεξάρτητη άποψή τους για τον κόσμο, ενώ οι άλλοι, οι «οργανικοί διανοούμενοι», εκφράζουν την άποψη μιας «τάξης» ή ενός λόμπι. Κυρίως αυτά τα τελευταία, «οργανικά» πνεύματα είναι που βλέπουμε επί το έργον στην αυγή της Μπολσεβικικής Επανάστασης και ώς το τέλος της μπρεζνιεφικής εποχής. Παρεμβαίνουν ως «υποκατάστατα του ιερέα».

Τα νέα ντοκουμέντα έρχονται να ενισχύσουν αυτή τη θέση, παρ’ όλο που ήδη ξέραμε καλά πως ο Αραγκόν εξυμνούσε την Γκεπεού, πως ο Ανρί Μπαρμπίς έκανε τον τελετάρχη του Στάλιν, πως στις ενώσεις αντιφασιστών συγγραφέων έπεφτε μια σταλινική σκιά. Για να μη μιλήσουμε για το κλασικό ταξίδι στην ΕΣΣΔ (με τρία μενού, αναλόγως του βαθμού της κομμουνιστικής στράτευσης του συγγραφέα), το διασημότερο από τα οποία, εκείνο του Αντρέ Ζιντ, έγινε μπούμερανγκ εναντίον του κόκκινου τσάρου.

Αντιθέτως ξέραμε πολύ λιγότερα για την ποικιλία των ανταλλαγών που συνεχίσθηκαν ανάμεσα στο Παρίσι και τη Μόσχα. Οπως και για την επιφυλακτικότητα των γαλλικών Αρχών έναντι των διαφωνούντων. Ενώ είχε ξεσπάσει η υπόθεση Σολζενίτσιν, ο Ζορζ Γκορς, υπουργός Εργασίας του Πομπιντού, εξακολουθούσε το 1974 να υποστηρίζει: «Η Σοβιετική Ενωση είναι αυτό που είναι, ένα κράτος ισχυρό, συνετό και ρεαλιστικό, φιλικό (…) με το οποίο επιθυμούμε να αναπτύξουμε ευρέως τις ανταλλαγές μας».

Το πιο εντυπωσιακό όμως δεν είναι τόσο αυτά τα ύποπτα παιγνίδια. Οι εκπλήξεις που περιέχουν αυτά τα αρχεία μάς επιτρέπουν σήμερα να επισκεφθούμε εκ νέου την ιστορία αυτών των γαλλορωσικών δεσμών λογοτεχνίας και πολιτικής. Στον κατάλογο της έκθεσης βρίσκει κανείς επιστολές, σκίτσα, παρατηρήσεις του Παστερνάκ, του Πικάσο, του Λεζέ, της Νίνα Μπερμπέροβα, του Κεσέλ, του Μαλρό, του Ναμπόκοφ. Βρίσκει την ειρωνεία του Αλμπέρ Λοντρ μπροστά στην «Αυτού Μεγαλειότητα Προλεταριάτο, το 1ο», την καταγγελία του Πολ Νιζάν από τον Αντρέ Μαρτί που διατηρήθηκε στα αρχεία της Κεντρικής Επιτροπής του Κόμματος. Και μολονότι οι ανακαλύψεις αυτές δεν είναι εν γένει προς δόξαν της ιντελιγκέντσιας, μας προσφέρουν μια νέα οπτική γι’ αυτό τον «σύντομο 20ό αιώνα» που υπήρξε ωστόσο ιδιαίτερα μακρύς γι’ αυτούς που υπήρξαν τα θύματά του.

«Είκοσι χρόνια μετά την κατάρρευση του σοβιετικού κόσμου, η τύφλωση των γάλλων διανοουμένων μοιάζει απίστευτη», λέει η Λορέν ντε Μο. «Ορισμένοι αστόχησαν στη διάρκεια αυτού του αιώνα, που υπήρξε τραγικός».