Τόσο το φορολογικό απόρρητο όσο και οι εξαιρέσεις του δεν είναι κάτι καινοφανές στην ελληνική νομοθεσία. Με το φορολογικό απόρρητο (πρωτοθεσπίστηκε το 1917) οι δημόσιες Αρχές δεσμεύονται να μην κοινοποιούν φορολογικά στοιχεία πολιτών σε τρίτους, προκειμένου να τηρηθεί μυστικότητα γύρω από γεγονότα της επαγγελματικής και της προσωπικής τους ζωής. Το απόρρητο εδραιώνεται σε μια σχέση εμπιστοσύνης μεταξύ πολίτη και κράτους που επιβάλλει αφενός ειλικρίνεια από τη μεριά του πολίτη, αφετέρου εχεμύθεια από την πλευρά της Πολιτείας. Ωστόσο, αυτή η σχέση ειλικρίνειας δεν οικοδομήθηκε ποτέ στη χώρα μας –για λόγους που ανάγονται στη δομή του πολιτικού και διοικητικού συστήματος του κράτους -, με αποτέλεσμα η αμοιβαία καχυποψία να οδηγεί συχνά σε μέτρα κάμψης του απορρήτου. Μέτρα που προέβλεπαν δημοσιοποίηση των φορολογικών στοιχείων των πολιτών θεσπίστηκαν ήδη από τη δεκαετία του 1950 και μέχρι σήμερα, λόγω διοικητικής αβελτηρίας, δεν εφαρμόστηκαν παρά μόνο περιστασιακά. Η αναβίωση και η ενίσχυση της νομοθετικής άρσης του απορρήτου τα τελευταία χρόνια της οικονομικής κρίσης πραγματοποιήθηκε με το άρθρο 85 του ΚΦΕ και με τον νόμο 3758/2011, που προβλέπουν τη δημοσιοποίηση στο Διαδίκτυο όλων των βασικών φορολογικών στοιχείων των πολιτών και των ονομάτων των ληξιπρόθεσμων οφειλετών του Δημοσίου από συγκεκριμένο ποσό και πάνω.

Στο όνομα της διαφάνειας και της καταπολέμησης της φοροδιαφυγής ο έλληνας νομοθέτης προτίμησε τον ευκολότερο δρόμο. Σταθμίζοντας μεταξύ ενός εύλογου δημοσίου συμφέροντος, που δικαίως τίθεται με ένταση στις ημέρες μας, όπως η πάταξη της φοροδιαφυγής, επέλεξε ένα μέσο (δημοσιοποίηση) που είναι, σύμφωνα με τη διεθνή εμπειρία, απρόσφορο και αναποτελεσματικό, θέτοντας σε κίνδυνο σημαντικά δικαιώματα των πολιτών. Είναι προφανές ότι ο περιορισμός της φοροδιαφυγής και ο εξαναγκασμός στην πληρωμή οφειλών προς το Δημόσιο προϋποθέτει αφενός τη δημιουργία θεσμών και μηχανισμών εντοπισμού και σύλληψης της φορολογητέας ύλης, αφετέρου τη δυνατότητα ενδελεχών ελέγχων από τις αρμόδιες Αρχές καθώς και αποτελεσματικότητα στην είσπραξη των ληξιπρόθεσμων οφειλών. Με άλλα λόγια σοβαρή και οργανωμένη δημόσια διοίκηση που έχει συνέχεια, θεσμική μνήμη και πατάει στην εμπειρία των άλλων κρατών. Αυτά δεν υπάρχουν και πρέπει να δημιουργηθούν. Είναι σαφές, επίσης, ότι ο ανειλικρινής φορολογούμενος δεν θα καμφθεί από τη δημοσιοποίηση, όπως δεν κάμπτεται από τις πρόσφατες συλλήψεις. Οι διωκτικές Αρχές, άλλωστε, έχουν επαρκή μέσα εξατομικευμένης άρσης όλων των απορρήτων (τραπεζικών, φορολογικών, διοικητικών) εφόσον διενεργείται φορολογικός έλεγχος με επαρκείς ενδείξεις φοροδιαφυγής, ώστε δεν γίνεται κατανοητό με ποιον τρόπο θα συνεισφέρει η γενική δημοσιοποίηση στον περιορισμό της φοροδιαφυγής. Μήπως στη δημοσιοποίηση θα εξαντληθεί η σπουδή της διοίκησης, ενώ τα αποτελεσματικότερα μέτρα θα μετατεθούν για το μέλλον;

Από την άλλη, το κόστος αυτών των μέτρων, που κατά τους εμπνευστές τους μάλλον έχουν βαρύ επικοινωνιακό εκτόπισμα, είναι βαρύ για πολλούς πολίτες. Δεν είναι μόνο ότι καταλύονται το δικαίωμα στα προσωπικά δεδομένα και ο πληροφοριακός αυτοκαθορισμός που επιτάσσει σημαντικά στοιχεία για την περιουσία μου να τα γνωρίζω μόνο ο ίδιος (και οι Αρχές) και να τα διαθέτω κατά βούληση. Είναι κυρίως η κοινωνική διαπόμπευση του οφειλέτη και της οικογένειάς του στο στενότερο κοινωνικό τους περιβάλλον. Πώς άραγε θα επανορθωθεί ο εξευτελισμός από τη δημοσιοποίηση όταν αποδειχθεί στα δικαστήρια ότι η οφειλή ήταν παράνομη;

Επιπλέον, η επέμβαση στην ιδιωτική ζωή του ατόμου μέσω της διαδικτυακής δημοσιοποίησης μπορεί να επηρεάσει τις συναλλακτικές του σχέσεις (αλλιώς διαπραγματεύεται κάποιος όταν ξέρει την οικονομική κατάσταση της απέναντι πλευράς, ενώ πιο ευάλωτος είναι εκείνος που ζητεί εργασία και ο εργοδότης του γνωρίζει το οικονομικό του επίπεδο) και να δημιουργήσει κινδύνους εγκληματικών ενεργειών (απαγωγές, ληστείες, εκβιασμούς).

Τα σοβαρά κράτη προσπαθούν να εντοπίσουν τις φορολογικές παραβάσεις χωρίς δημοσιότητες και φανφάρες, χωρίς λίστες και εκβιασμούς, χωρίς διαπομπεύσεις και επικοινωνιακά τρικ και, κυρίως, χωρίς να αμφισβητούν ή να θέτουν σε δοκιμασία την προστασία των δικαιωμάτων των πολιτών τους. Οι πρόσφατοι χειρισμοί των γαλλικών και των γερμανικών Αρχών που αξιοποίησαν τραπεζικά στοιχεία από το εξωτερικό ήταν και οικονομικά αποτελεσματικοί και δικαιοκρατικά συνεπείς με τις αρχές ενός κράτους δικαίου, που υπηρετεί το δημόσιο συμφέρον χωρίς να θυσιάζει τους πολίτες του στις τηλεοράσεις και στο Διαδίκτυο.

Ο Παναγιώτης Μαντζούφας είναι επίκουρος καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου στη Νομική του ΑΠΘ