Ενα πρωτοσέλιδο της ταμπλόιντ «Νιου Γιορκ Ποστ» πάγωσε προχθές το πρωί τους Νεοϋορκέζους και πολλούς αμερικανούς δημοσιογράφους. Δημοσίευε τη φωτογραφία ενός άνδρα που είχε πέσει από την αποβάθρα στις ράγες του Μετρό ενώ το τρένο τον πλησίαζε σε απόσταση αναπνοής. Αναλαμβάνει ο τίτλος να επιβεβαιώσει την ανατριχιαστική σκέψη τού θεατή. Αυτός ο άνδρας πρόκειται να πεθάνει». Το γεγονός συνέβη στο Μετρό της Νέας Υόρκης. Ο φωτογράφος Ούμαρ Αμπάσι ήταν παρών και είχε έτοιμη τη μηχανή.

Τα υπόλοιπα τα ανέλαβε ο κυνισμός μιας δημοσιογραφικής αντίληψης που δεν έχει πάψει εδώ και έναν αιώνα να είναι αντικείμενο αναλύσεων, αν και οι επικρίσεις κορυφώθηκαν την εποχή του ριάλιτι, όταν πλέον καθιερώθηκε ως είδηση η θέα στον ανθρώπινο πόνο. Οσο πιο άμεση και σκληρή, τόσο πιο μεγάλης καταναλωτικής αξίας. Χάρη σε αυτήν τη λατρεία της on camera αποκάλυψης του πιο ακραίου, του πιο απρόβλεπτου, του πιο σοκαριστικού ανθρώπινου δράματος ένας ολόκληρος κόσμος εθίστηκε στη διασκεδαστική κατανάλωση της φρίκης, του τρόμου και του θανάτου.

Στην τραγωδία της Φουκουσίμα έγιναν ανάρπαστα από τηλεοπτικά δίκτυα τα βιαστικά ερασιτεχνικά βίντεο, τα οποία κατέγραφαν από προφυλαγμένα σημεία τις στιγμές του πανικού που επικρατούσε σε πολλές περιοχές καθώς πλησίαζε το τσουνάμι. Και μετά, άλλα κατέγραφαν τις ίδιες περιοχές ισοπεδωμένες από τη μανία του. Εκεί, στον ενδιάμεσο χώρο, ήταν προφανές ότι μεσολαβούσε ο θάνατος για εκείνους που δεν πρόλαβαν να ξεφύγουν. Στον τυφώνα Σάντι ένα ολόκληρο επικοινωνιακό σύστημα είχε ετοιμάσει τις κάμερες για να μη χαθεί πλάνο καταστροφής που να μην καταναλωθεί από το παγκόσμιο κοινό.

Αλλά η αποτύπωση της στιγμής τού «αναίτιου» θανάτου αποτελούσε το κορυφαίο ταμπού. Γιατί είναι άλλο οι φωτογραφίες, έξοχες και βραβευμένες των πολεμικών ανταποκριτών που ευαισθητοποιούν την κοινή γνώμη και άλλο τα πλάνα της βαρβαρότητας που προσβάλλουν τα ίδια τα θύματα, μετατρέποντας την ύστατη στιγμή τους σε θέαμα άλλοτε τιμωρητικής απόλαυσης, όπως εκείνα των βαρβαρικών ξεσπασμάτων σε κουφάρια ήδη νεκρών εχθρών, και άλλοτε απλώς σε μια διεστραμμένα ηδονική κατανάλωση του αποτρόπαιου.

Οι διαφορές κάθε περίπτωσης έχουν γίνει αντικείμενο ατέρμονων συζητήσεων. Κάθε τόσο αναζητούνται εξαρχής τα όρια και οι κανόνες δεοντολογίας που θα προστατεύσουν τις αξίες του πολιτισμού, όπως είναι και η προστασία του θύματος από τον εμπορικό ευτελισμό της εικόνας του. Ακόμη και ερήμην του, όταν υποκύπτει στην πολύ ανθρώπινη πλάνη ότι η πιθανή συγκίνηση των θεατών μπορεί να το ανακουφίσει ή να το δικαιώσει.

Εν προκειμένω αυτό που αναστάτωσε τους αμερικανούς δημοσιογράφους και έβαλε φωτιά στο twitter, όπου κυριαρχούσαν σχόλια του τύπου «ντροπή σας» για την εφημερίδα, είχε δύο σκέλη: το ένα απλώς ανθρώπινο. Πώς είναι δυνατόν ο φωτογράφος αντί να βοηθήσει αφού ήταν τόσο κοντά προτίμησε να αποτυπώσει την τραγωδία;

Ο ίδιος απαντά ότι έτρεχε προς το μέρος του θύματος φωνάζοντας και πατώντας το φλας με την ελπίδα ότι θα το έβλεπε ο οδηγός της αμαξοστοιχίας και θα φρέναρε. Το άλλο όμως, που συμπεριλαμβάνει την απόφαση της εφημερίδας για τη δημοσίευση δημιουργεί τον προβληματισμό για τη δημοσιογραφική δεοντολογία.

Πολύ περισσότερο όταν την τραγωδία προκάλεσε ένας άγνωστος άνδρας, μάλλον σαλεμένος, που έσπρωξε το θύμα χωρίς λόγο, όπως λέει η Αστυνομία. Οι υπερασπιστές της δημοσίευσης λένε ότι έτσι θα μάθει ο κόσμος να προσέχει στο Μετρό. Οι επικριτές όμως έχουν το ακόμη ισχυρότερο επιχείρημα, ότι τρομοκρατείται αναίτια το πλήθος. Αλλά το εμπόριο του τρόμου είναι που έχει αποδειχθεί άκρως προσοδοφόρο στις μιντιακές εποχές.