Υπήρξε το πρότυπο του αγνού αγωνιστή της Αριστεράς που δεν παραιτείται, και παρότι απέκτησε φήμη ως συγγραφέας δεν υπέκυψε ποτέ στις σειρήνες της δημοσιότητας. Αντιδογματικός μέχρι το τέλος, ο Χρόνης Μίσσιος έσβησε χθες το πρωί, χάνοντας τη μάχη με τον καρκίνο, και κηδεύεται σήμερα στις 2.00 μ.μ. στο Μικροχώρι Καπανδριτίου, εκεί όπου κατοικούσε από το 1986.

Ο Μίσσιος έγινε γνωστός στο ευρύτερο κοινό στα 55 του, το 1985, όταν κυκλοφόρησε το αυτοβιογραφικό αφήγημά του «Καλά, εσύ σκοτώθηκες νωρίς» (εκδ. Γράμματα) –μια καταγραφή της οδύσσειας των χιλιάδων ανθρώπων που αφιέρωσαν τις ζωές τους στην πολιτική στράτευση για μια πιο δίκαιη κοινωνία και που κυνηγήθηκαν ανελέητα για τις ιδέες τους. Το βιβλίο του ξεχώρισε με τον χειμαρρώδη και αυθόρμητο λόγο του, με τα συγκλονιστικά επεισόδια που περιγράφει από τις δικές του περιπέτειές ως τις αρχές του ’50, αλλά και επειδή, όπως σημείωσε ο Δημοσθένης Κούρτοβικ, «κατέγραφε τις περιπέτειες ενός προλετάριου επαναστάτη που βρισκόταν διαρκώς σε σύγκρουση τόσο με τον ταξικό-ιδεολογικό εχθρό όσο και με την κομματική μικρόνοια και μικροψυχία».

Παιδί καπνεργατών απ’ την Καβάλα ο ίδιος, βιοπαλαιστής που πέρασε έφηβος στις τάξεις των ανταρτών της Εθνικής Αντίστασης, ήταν 17 χρόνων και μέλος πια του Δημοκρατικού Στρατού όταν, το 1947, στη δίνη του Εμφυλίου, συνελήφθη και καταδικάστηκε σε θάνατο. Από τότε και επί 26 χρόνια, μέχρι την αμνηστία του 1973, ο Μίσσιος βασανίστηκε «στα δικά μας Γκουαντάναμο», όπως έλεγε, μένοντας στη φυλακή ώς το 1953 κι έπειτα εκτοπισμένος στη Μακρόνησο και στον Αϊ-Στράτη, και ξανά σε φυλακές, με ένα μικρό διάλειμμα μεταξύ 1962 και 1967. Κι όπως είχε εγκαταλείψει το σχολειό στη Β’ Δημοτικού, έμαθε να γράφει και να διαβάζει πίσω από τα σίδερα. Και διαμόρφωσε την αριστερή του ταυτότητα περνώντας από τον σύνδεσμο των ανταρτών στη νεολαία της ΕΔΑ, στον ιδρυτικό πυρήνα του ΠΑΜ και αργότερα –όταν διασπάστηκε το ΚΚΕ –στην «κίνηση των 400», ώσπου κατέληξε να ψηφίζει Συνασπισμό αλλά να αναζητεί, όπως έλεγε το 2009, «έναν καινούργιο λόγο, μια καινούργια οπτική και νέες εξωκομματικές μορφές παρέμβασης», όπου τα οικολογικά προτάγματα θα έπαιζαν ουσιαστικό ρόλο.

Μετά την πρώτη του συγγραφική επιτυχία συνέχισε την αυτοβιογραφική αφήγησή του στο «Χαμογέλα, ρε, τι σου ζητάνε;» (1988) όπου εξηγεί πως αν χάσουμε τη μνήμη μας δεν θα μπορέσουμε να ονειρευτούμε ξανά, και στο τρυφερό «Τα κεραμίδια στάζουν» (1991) όπου μιλά για τον «συμπαντικό έρωτα» και τη σημασία του στην εσωτερική απελευθέρωση του ανθρώπου. Ακολουθούν τα οικολογικά «Το κλειδί είναι κάτω από το γεράνι» (1996) και «Ντομάτα με γεύση μπανάνας» (2001) που όμως δεν είχαν τη δύναμη των πρώτων του βιβλίων. Στην ιστορία της λογοτεχνίας θα μείνει πάντως ως ο συγγραφέας που «αναζωογόνησε την παράδοση της λαϊκής απομνηματογραφίας που φθάνει πίσω ως τον Μακρυγιάννη» και ως ένας συγγραφέας που ανέδειξε τις φωτεινές και τις σκοτεινές πλευρές της ανθρώπινης συμπεριφοράς σε καταστάσεις ακραίας δοκιμασίας.

Το τελευταίο του έργο, που κυκλοφόρησε το 2009, ήταν ένα είδος σχολιασμένης εξομολόγησης στο βιβλίο-CD «Ο Χρόνης Μίσσιος διαβάζει Χρόνη Μίσσιο» της σειράς Λόγου Χάριν. Εκεί έχει καταγραφεί το «πιστεύω» του πέρα από ιδεολογίες και κόμματα. Να αντιδράς, μας λέει, στον πόνο, στην απελπισία, στην καταπίεση, στο καθημερινό βόλεμα, στον παραλογισμό της εξουσίας, αλλά και στην τυραννία της ιεραρχίας ή της αυθεντίας. Να μην παραδίνεσαι και να μάχεσαι, γιατί όταν παλεύεις έχεις σκοπό, έχεις στόχο και γεννάς δυνάμεις μέσα σου. Να εμπλέκεσαι στα πράγματα γιατί έτσι πλουτίζεις, ενώ αν η επαφή σου μ’ αυτά είναι τυπική, περιορισμένη στις βιολογικές ή πρακτικές ανάγκες σου, γερνάς.