Μετά τις πρόσφατες «πρωτοβουλίες» βουλευτών και οπαδών της Χρυσής Αυγής σε Ραφήνα και Μεσολόγγι και την έξαρση της πολιτικής βίας και των ρατσιστικών επιθέσεων του τελευταίου χρόνου από ποικίλες πλευρές και οργανωμένα κυρίως από τα μέλη της εξτρεμιστικής Ακροδεξιάς, ετέθη εκ νέου το ερώτημα της νομιμότητας λειτουργίας του συγκεκριμένου πολιτικού φορέα. Το Σύνταγμα ορίζει ότι τα κόμματα ιδρύονται ως αποτέλεσμα της ελεύθερης έκφρασης των πολιτών και οφείλουν να υπηρετούν την ελεύθερη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος (άρθρο 29 παρ. 1). Περιορισμοί του δικαιώματος ίδρυσης και συμμετοχής σε πολιτικό κόμμα δεν είναι ανεκτοί, παρά μόνο για συγκεκριμένες κατηγορίες δημοσίων υπαλλήλων και λειτουργών (στρατιωτικοί, δικαστικοί, άρθρο 29 παρ. 3). Κατά την ίδια λογική, δεν είναι νοητή η απαγόρευση ίδρυσης κόμματος ή η διάλυση υφιστάμενου κόμματος, ακόμα και αν αυτό διαδίδει αντιδημοκρατικές ιδέες ή εμπνέεται από αντιλήψεις που βρίσκονται σε πλήρη αντίθεση με το αξιακό περιεχόμενο του πολιτεύματός μας (ρατσιστικές απόψεις). Τέτοια απαγόρευση θα ήταν αντίθετη με την ελεύθερη και ανόθευτη εκδήλωση της λαϊκής βούλησης ακόμα και όσων αρνούνται τη δημοκρατία.

Το γερμανικό Σύνταγμα είναι ο μόνος θεμελιώδης νόμος στην ΕΕ που προβλέπει απαγόρευση κομμάτων, υιοθετώντας μια αντίληψη μαχόμενης δημοκρατίας που δεν επιτρέπει στους αρνητές της να την υπονομεύσουν. Στη βάση αυτή, απαγόρευσε μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο τόσο το ναζιστικό όσο και το κομμουνιστικό κόμμα. Σήμερα η γερμανική δημοκρατία αναζητά τρόπους να περιορίσει τη δράση του γερμανικού εθνικιστικού κόμματος, το οποίο τα τελευταία χρόνια επιδίδεται σε δραστηριότητες αντίστοιχες με αυτές της Χρυσή Αυγής.

Θα ήταν επομένως αποπροσανατολιστικό και εσφαλμένο να περιορίσουμε το πρόβλημα Χρυσή Αυγή στη νομιμότητα της λειτουργίας της. Η Χρυσή Αυγή ανήκει στα εξτρεμιστικά κόμματα της άκρας Δεξιάς – και όχι στη λαϊκιστική ριζοσπαστική Δεξιά που δέχεται το δημοκρατικό πλαίσιο, αλλά αρνείται τον πλουραλισμό και τα δικαιώματα των μειονοτήτων – καθώς τάσσεται κατά της φιλελεύθερης δημοκρατίας και εκφέρει έντονο αντικοινοβουλευτικό και συνάμα ρατσιστικό και ξενοφοβικό λόγο προάγοντας έναν ακτιβισμό της βίας.

Κατά τη γνώμη μου, η πολιτική άνοδος της Χρυσής Αυγής και τα εκτός νομιμότητας χαρακτηριστικά που έχει προσλάβει η δράση της, ενισχύθηκαν από την ακραία και παραπλανητική πόλωση της πολιτικής ζωής γύρω από το δίλημμα Μνημόνιο/Αντιμνημόνιο. Η δημοσιονομική εκτροπή της χώρας δεν αποδόθηκε στις χρόνιες στρεβλώσεις του παραγωγικού μοντέλου της, στις πελατειακές πρακτικές, στην απουσία μεταρρυθμίσεων και στις αντίστοιχες νοοτροπίες και συμπεριφορές που επικράτησαν, σε συνδυασμό με τις δομικές ανισορροπίες του ενιαίου νομίσματος και την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση, αλλά αποδόθηκαν στους κακούς ξένους που συνωμοτούν για να διασπαθίσουν τον πλούτο του περιούσιου ελληνικού λαού. Συνακόλουθα η επιλεκτική εφαρμογή των νόμων, ο τσαμπουκάς τού δεν πληρώνω, το κίνημα των «Αγανακτισμένων» με τις κρεμάλες στο Σύνταγμα, η διαπόμπευση των πολιτικών, η εκτεταμένη ανομία διαμόρφωσαν συνθήκες αποδοχής και νομιμοποίησης της βίας.

Σε αυτές τις συνθήκες, η διαρκής αδυναμία του επίσημου κράτους να διαμορφώσει μια οργανωμένη μεταναστευτική πολιτική και να επιβάλει τη νομιμότητα σε πολλά πεδία της καθημερινότητας σε συνδυασμό με την ανεργία και τη γενική ανασφάλεια, καλλιέργησε το έδαφος πάνω στο οποίο αναπτύχθηκε ο βίαιος ακτιβισμός της Χρυσής Αυγής. Η αυτοδικία δι’ αντιπροσώπου (σύμφωνα με τη Χρυσή Αυγή, «μας καλούν να παρέμβουμε και να αποδώσουμε δικαιοσύνη αφού το κράτος αδυνατεί») θα οδηγήσει σε μια άτυπη εμφύλια σύγκρουση όταν οι κοινωνικές ομάδες επιλέξουν να λύσουν τις διαφορές τους με τη μέθοδο της Χρυσής Αυγής.

Το ιδεολογικό υλικό που θα νομιμοποιούσε την παράνομη βία ήταν ήδη έτοιμο από το οπλοστάσιο της ρατσιστικής ιδεολογίας προσαρμοσμένο στα καθ’ ημάς. Η οργάνωση ανακηρύσσεται θεματοφύλακας της εθνικής καθαρότητας και της ανωτερότητας των γηγενών έναντι της κατωτερότητας και της «βρωμιάς» των μεταναστών που στοχοποιούνται ως κυρίως υπεύθυνοι των κοινωνικών και οικονομικών δεινών. Ετσι, οι μετανάστες μετατρέπονται σε κοινωνικούς εχθρούς και απειλή για την ευημερία της κοινότητας των Ελλήνων και απορροφούν όλη την κοινωνική δυσαρέσκεια.

Η παρανομία της δράσης των μελών και των βουλευτών της Χρυσής Αυγής είναι προφανής και αποδεικνύεται από τα βίντεο που κυκλοφορούν στο Διαδίκτυο. Οι παράνομες δε πράξεις επιβαρύνονται ποινικά και από τα ρατσιστικά κίνητρα της συμπεριφοράς τους(άρθρο 79 παρ. 3 ΠΚ), ενώ για τους βουλευτές, εφόσον αποδεδειγμένα συμμετείχαν στα επεισόδια, θα μπορούσε να αρθεί η βουλευτική τους ασυλία και να δικαστούν. Ιδια τύχη πρέπει να επιφυλάσσεται σε κρατικά όργανα και πολίτες που συμμετείχαν ή παρακίνησαν σε δράση τους χρυσαυγίτες. Τέλος, η ριζοσπαστική Αριστερά πρέπει να σκεφτεί ότι υπάρχει κάτι χειρότερο από το αυταρχικό κράτος και τη βία της Αστυνομίας: είναι η έλλειψη κράτους και η απουσία της Αστυνομίας. Εμείς, οι υπόλοιποι, ας σκεφτούμε ότι η αδράνειά μας, η κρυφή ικανοποίηση και η εκτόνωση ότι η βία δεν μας αγγίζει θα οδηγήσουν σε έξαρση της βίας και τότε θα φταίμε άπαντες.

Ο Παναγιώτης Μαντζούφας είναι επίκουρος καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου στη Νομική του ΑΠΘ.