Το κατεξοχήν ορατό χαρακτηριστικό της σύγχρονης φασιστικής ιδεολογίας είναι ο ρατσισμός. Ο ρατσισμός εδραιώνεται σε ένα θεμέλιο αντιλήψεων που χονδρικά μπορούν να ταξινομηθούν ως εξής: 1ον «είμαστε βιολογικά άνισοι», 2ον «διαφέρουμε και για τον λόγο αυτό δεν μπορούμε να συνυπάρχουμε» και 3ον «δεν χωράμε στον ίδιο τόπο μαζί». Η ρατσιστική ιδεολογία και στις τρεις εκδοχές της συγχωρεί ή δικαιολογεί τη βία απέναντι στους μετανάστες. Ετσι, ένα πολύ μικρό κομμάτι της κοινωνίας με δομικά χαρακτηριστικά που παραπέμπουν σε οργανωμένο έγκλημα αναλαμβάνει τη φυσική αυτουργία, ενώ ένα μεγαλύτερο κομμάτι της κοινωνίας επικροτεί, δικαιολογεί ή αδιαφορεί διότι θεωρεί ότι το «πράγμα έχει φτάσει στο αμήν και το κράτος δεν κάνει τίποτε».

Κάπως έτσι θα μπορούσε να οριοθετήσει κανείς το πώς δείχνουν τα πράγματα με τη Χρυσή Αυγή σήμερα. Μπορούμε να ταξινομήσουμε τις αντιδράσεις σε δύο κατηγορίες απέναντι σε αυτήν τη κατάσταση ανάλογα με την πολιτική τους καταβολή. Από τη μία πλευρά, με γνώμονα την αλληλεγγύη, η Αριστερά συγκροτεί το αντιρατσιστικό στρατόπεδο υπεράσπισης των μεταναστών. Η άλλη αντίδραση, σε γενικές γραμμές αυτή του αστικού χώρου, αντιλαμβάνεται ότι η συγκατάβαση απέναντι στον ρατσισμό είναι γέννημα των συνθηκών. Αποτέλεσμα είναι η συνολική μετατόπιση του πολιτικού λόγου προς το δεξιότερο σε μια προσπάθεια κάλυψης του χαμένου πολιτικού χώρου και χρόνου απέναντι στη φασιστική Δεξιά. Και στις δύο περιπτώσεις, η ατζέντα τίθεται από την Ακροδεξιά και οι υπόλοιποι απλώς τοποθετούνται απέναντί της με τον τρόπο τους. Οι συνέπειες πλέον είναι γνωστές. Από τη μία πλευρά, ο αριστερός βερμπαλισμός υπέρ των μεταναστών συγκινεί ολοένα και λιγότερους, ακόμη και αριστερούς. Από την άλλη πλευρά, η διαρκής ολίσθηση του πολιτικού λόγου προς τα ακροδεξιά σε μια προσπάθεια συγκράτησης του εκλογικού σώματος σε λύσεις διάφορων παραλλαγών του Κέντρου έχει ολέθρια αποτελέσματα. Το ίδιο το πολιτικό Κέντρο εθίζεται στον ακροδεξιό λόγο τον οποίο χρησιμοποιεί για να μη χάνει εκλογικό ακροατήριο. Η εκλογική απεύθυνση αυτή είναι ωστόσο ατελέσφορη. Οι εκλογείς απενοχοποιούνται και ψηφίζουν πιο άνετα τον αυθεντικότερο εκφραστή των «καθαρών λύσεων». Τα τελευταία χρόνια αυτό συνέβη στις ευρωεκλογές του 2009 με την αντιμεταναστευτική ατζέντα που ενίσχυσε τον ΛΑΟΣ και επί των ημερών μας με τη δημοσκοπική έκρηξη της Χρυσής Αυγής, η οποία συν τοις άλλοις φοράει και τον αντιμνημονιακό μανδύα που κατεξοχήν έλκει τους αφηνιασμένους ανθρώπους.

Το πρόβλημα μας, λοιπόν, είναι η μονοδιάστατη πρόσληψη του φαινομένου και η αποκλειστική του συσχέτιση με τον ρατσισμό σε συνδυασμό με την ανυπαρξία μιας ολοκληρωμένης στρατηγικής των κυβερνώντων και της Αριστεράς για το μεταναστευτικό. Ομως το ζήτημα Χρυσή Αυγή δεν είναι ζήτημα που πρέπει να δούμε με κύρια ή αποκλειστική αιχμή το μεταναστευτικό, ούτε τον ρατσισμό. Την ίδια στιγμή που μια πολιτική κοινότητα σε κρίση, όπως η ελληνική, καλείται να επεξεργαστεί ολοκληρωμένες, ανθρώπινες και ρεαλιστικές στρατηγικές για τη μετανάστευση, ο σύγχρονος αντιμεταναστευτικός ρατσισμός είναι απλώς η πρόσοψη του κτήνους. Σήμερα είναι αυτή, χθες ήταν διαφορετική, πιο παλιά άλλη. Η ευρωπαϊκή – και κατεξοχήν η ελληνική – πολιτική ιστορία μάς δείχνει ότι κατά καιρούς το φασιστικό κτήνος κουρνιάζει και μετά βρυχάται. Τον βρυχηθμό του τον υπαγορεύει η συνθήκη της αφύπνισης: ρατσισμός σήμερα, δωσιλογισμός και μανιώδης αντικομμουνισμός άλλοτε, αιματηρός εθνικισμός πιο πίσω και πάει λέγοντας.

Η βασική παραδοχή του σύγχρονου ρατσιστικού λόγου δεν είναι τόσο ο βιολογισμός, ούτε καν οι πολιτισμικές διαφορές μεταξύ μεταναστών και γηγενών. Είναι η αντίληψη πως «δεν χωράμε». Ομως αν σήμερα «δεν χωράμε» με τους μετανάστες, είναι επίσης βέβαιο ότι «δεν θα χωράμε» και μεταξύ μας. Διότι ο βιοτικός αποκλεισμός – κυρίως στην κρίση – δεν γνωρίζει ιθαγένειες. Σήμερα είναι αυτοί, αύριο άλλοι και πάει λέγοντας. Πίσω από τη ρατσιστική πρόσοψη, η φασιστική βία έχει αυθεντικά κοινωνικά και ταξικά χαρακτηριστικά. Οπως δηλαδή σε όλη της την ιστορική διαδρομή. Δεν θυμάμαι τα μέλη της συμμορίας να τα βάζουν με άραβες επενδυτές από το Κατάρ…

Προς υπεράσπιση, λοιπόν, δεν είναι απλώς οι μετανάστες, αλλά η δημοκρατία, η ίδια η πολιτική κοινότητα.

Ο Δημήτρης Χριστόπουλος είναι επίκουρος καθηγητής Συγκριτικής Πολιτικής του Παντείου Πανεπιστημίου.