Στις αρχές του 2011 ο Ιαν ΜακΓιούαν ζήτησε δουλειά στη βρετανική ΕΥΠ, την περίφημη Υπηρεσία Πληροφοριών ΜI5. Ο 63χρονος «εθνικός συγγραφέας της Βρετανίας», όπως τον έχει αποκαλέσει το περιοδικό «New Yorker», συμπλήρωσε ηλεκτρονικά μία αίτηση και ένα ερωτηματολόγιο με ερωτήσεις-παγίδες. Ενώ όμως η προσπάθειά του στέφθηκε με αποτυχία, πέτυχε απόλυτα τον απώτερο στόχο της. Γέννησε ένα μυθιστόρημα που πατάει πάνω στα παιχνίδια της κατασκοπείας προκειμένου να εξερευνήσει και να αναστοχαστεί τις αφηγηματικές τεχνικές της παραπλάνησης, του υπαινιγμού, της διείσδυσης σε ιδιωτικά μυστικά, της κατασκευής πλαστών πραγματικοτήτων, του ελέγχου πάνω στους χαρακτήρες κ.λπ. Τη μαγειρική, δηλαδή, που οδηγεί στην κατασκευή ενός πειστικού λογοτεχνικού έργου, ικανού να αποπλανήσει εντέλει τον αναγνώστη. Είναι το «Sweet tooth», το 13ο μυθιστόρημα του βραβευμένου συγγραφέα, που μόλις κυκλοφόρησε στο Λονδίνο (στα ελληνικά θα κυκλοφορήσει από τον Πατάκη) και κάνει θραύση στον βρετανικό Τύπο επειδή είναι αριστοτεχνικά γραμμένο και βαθύτατα αυτοβιογραφικό. Εστιάζει σε έναν ταλαντούχο συγγραφέα, τον Τομ Χέιλι, και δίνει τον ρόλο του αφηγητή σε μια μυστική πράκτορα, τη Σερίνα Φρουμ, που ανατρέχει στα νιάτα της και στην ερωτική και πνευματική σχέση της μαζί του, όταν αποστολή της ήταν να χειραγωγήσει τη γραφή του.

Ο τίτλος «Sweet Τooth» παραπέμπει στην κωδική ονομασία ενός σχεδίου πολιτισμικής προπαγάνδας στο πλαίσιο του Ψυχρού Πολέμου, που είχε σκοπό να χρηματοδοτεί καλλιτέχνες και συγγραφείς προκειμένου να αναδεικνύουν με τα έργα τους τις φιλελεύθερες αξίες της Δύσης. Κάτι καθόλου μακριά από την αλήθεια αφού, όπως αποδείχθηκε, η CIA είχε διεισδύσει ως χρηματοδότης ακόμη και σε κορυφαία λογοτεχνικά περιοδικά, όπως το «Encounter» του Στίβεν Σπέντερ (ο οποίος το ανακάλυψε το 1967 και παραιτήθηκε)… Η δράση εκτυλίσσεται κατά την κρίσιμη δεκαετία του ’70 που διέπλασε τη χρυσή γενιά των βρετανικών γραμμάτων: ΜακΓιούαν, Μάρτιν Εϊμις, Τζούλιαν Μπαρνς, Κρίστοφερ Χίτσενς (ο Ρούσντι δεν είχε γίνει ακόμη μέλος της παρέας). Μάλιστα ο Εϊμις εμφανίζεται στο μυθιστόρημα, όπως και ο Ιαν Χάμιλτον – η ψυχή του περιοδικού «New Review» που τους πρόβαλλε -, ενώ ο μυθιστορηματικός Χέιλι γράφει ιστορίες βασισμένες σε κάποια πρώιμα δυστοπικά διηγήματα του ΜακΓιούαν από συλλογή του 1978… Ολοι τους συναντιόνταν τότε στην παμπ Στήλες του Ηρακλέους (Pillars of Hercules) στην Greek street (!) του Σόχο. Και όπως λέει σήμερα ο ΜακΓιούαν, «ήμασταν αποφασισμένοι να γίνουμε συγγραφείς. Δεν χρησιμοποιούσαμε λέξεις όπως «πάθος», αλλά το βιώναμε γράφοντας. Η λογοτεχνία ήταν για εμάς το μοναδικό σημαντικό πράγμα».

Ο ΜακΓιούαν δεν είναι ένας πολιτικός συγγραφέας, αν και θίγει συχνά στα βιβλία του πολιτικά ζητήματα, από την τρομοκρατία (στο «Σάββατο») έως τις κλιματικές αλλαγές και την περιβαλλοντική πολιτική (στο «Σόλαρ»). Ο πατέρας του υπήρξε οπαδός των Εργατικών, αλλά ο ίδιος δεν συνδέθηκε με κανένα κόμμα, δεν κατήγγειλε τον θατσερισμό ή τον μπλερισμό όπως ο μεταγενέστερός του Τζόναθαν Κόου, ούτε όμως υιοθέτησε αντιδραστικές θέσεις όπως ο Εϊμις. Και πάντως δεν αξιοποίησε τη φήμη του για να υποδυθεί τον δημόσιο διανοούμενο. «Αυτό που με απασχολεί», εξηγεί στους «Φαϊνάνσιαλ Τάιμς», «είναι το πώς ασκείται η εξουσία, τι κάνουν οι άνθρωποι όταν την έχουν, πώς κτίζονται τα όνειρα και πώς καταρρέουν». Το καινούργιο του μυθιστόρημα εξετάζει ωστόσο ένα σοβαρό πολιτικό θέμα: την ανεξαρτησία και την εντιμότητα των ανθρώπων του πνεύματος, και το αλισιβερίσι τους με τα μεγάλα συμφέροντα. Και εδώ ο ίδιος τονίζει: «Δεν θα μπορούσα να δουλέψω για το κράτος, όπως η ηρωίδα μου η Σερίνα, ούτε θα «έκλεβα» αδίστακτα τις ζωές των φίλων μου, όπως έκαναν ο Μπέλοου (στο «Χέρτζογκ») ή ο Ροθ και ο Κιουρέισι που έγραψαν για τις πρώην γυναίκες τους…».