Η «Φραγκοσυριανή» του Μάρκου Βαμβακάρη αποτελεί ένα από τα πιο ξακουστά χασάπικα στην ιστορία του ελληνικού τραγουδιού αλλά και μια μουσική γεωγραφία για έναν τόπο, όπως η Σύρος, όπου κάποτε έδρασε και αναπτύχθηκε ένα τμήμα της ελάχιστης αστικής τάξης της χώρας μας.

Τραγούδι γραμμένο το 1935, επιβίωσε μέσα στις δεκαετίες, χορεύτηκε και χορεύεται σε ταβέρνες, κέντρα και σπίτια, γνώρισε εκατοντάδες επανεκτελέσεις – υπολογίζονται σήμερα γύρω στις πεντακόσιες, σύμφωνα με τον ερευνητή Παναγιώτη Κουνάδη – και έκανε οικεία μέρη και περιοχές του κυκλαδίτικου νησιού στο πιο ετερόκλητο ακροατήριο.

Η «Φραγκοσυριανή» γράφτηκε και ηχογραφήθηκε τον Σεπτέμβριο του 1935 από τη His Master’s Voice.

Εναν χρόνο μετά την ίδρυση της ξακουστής «Τετράδας του Πειραιά» – συμμετείχαν ο Μάρκος, ο Γιώργος Μπάτης, ο Στράτος Παγιουμτζής και ο Ανέστης Δελιάς – ο Βαμβακάρης μεταφέρει νοερά τον ακροατή στη γενέτειρά του, στα μέρη όπου έζησε στα παιδικά του χρόνια. Εδώ ο έρωτας γίνεται αφορμή για να μιλήσει ο Μάρκος για τη Σύρο ή το νησί των Κυκλάδων για να μιλήσει για τον έρωτα.

Ας δούμε όμως πώς περιγράφει ο ίδιος το κυρίως θέμα του τραγουδιού: «Και τότες, μετά τα Ασπρα Χώματα, αποφάσισα να πάρω τον Μπάτη, τον αδελφό μου τον μικρό, τον βετεράνο του μπουζουκιού Αργύρη και κάποιον πιανίστα Ροβερτάκη και αποφάσισα να ταξιδέψω στη Σύρα για πρώτη φορά, που είχα είκοσι χρόνια να τη δω. Και έπαιξα σε ένα μαγαζί στην παραλία και κάθε βράδυ εγέμιζε από κόσμο και έκατσα περίπου δύο μήνες. Και όταν εγύρισα στον Πειραιά, έγραψα και τη «Φραγκοσυριανή»», εξομολογείται ο Μάρκος στην αυτοβιογραφία του. Αφορμή, όπως λέει ο ίδιος, ήταν μια πανέμορφη κοπέλα – πελάτισσα του μαγαζιού με υπέροχα μαύρα μάτια. Ο καημός του πρώην εκδορέα που εγκατέλειψε την πατρίδα του στα δώδεκα για να εγκατασταθεί σε Πειραιά και Αθήνα γίνεται η ύλη του περίφημου χασάπικου που ο ίδιος ερμηνεύει σε πρώτη εκτέλεση.

«Εκεί μάλιστα στο Κίνι πηγαίναμε κάθε Κυριακή με παιδιά. Αλλοι πηγαίναμε με τη θέληση της μάνας μας που μας άφηνε και με του πατέρα κι άλλοι κρυφά. Και πηγαίναμε και κολυμπάγαμε. Εκεί μια φορά στο Κίνι κόντεψε να πνιγεί ο δεύτερός μου αδελφός, ο Λινάρδος. Δεν ήξερε να κολυμπήσει, πήγε βαθιά και τέλος πάντων τον έσωσε ο Θεός. Δεν ξέρω πώς σώθηκε, όμως σώθηκε. Εκεί όταν ήταν καλοκαίρι όλα τα παιδιά αυτά της ηλικίας μου, έβγαιναν τα σταφύλια, τα σύκα, και οι πιτσιρίκοι τρέχαν από το ένα μέρος στο άλλο να πιάσουν να φτιάξουν, να κόψουνε σύκα να φάνε, να κόψουν σταφύλια στη ζούλα. Εκεί ήταν ένα μέρος ονομαζόμενο Πατέλι, το ‘χω βάλει και στον δίσκο της «Φραγκοσυριανής»», σημειώνει ο ίδιος ο Μάρκος στην αυτοβιογραφία του που επιμελήθηκε η Αγγελική Βέλλου – Κάιλ και παίρνουμε μια γεύση πώς οι παιδικές εικόνες από τις συριανές εξοχές, όπως το Πατέλι, ο Φοίνικας, το Πισκοπιό (Επισκοπείο), η Παρακοπή, ο Γαλησσάς, η Ντελαγκράτσια (Ποσειδωνία), το Νιχώρι και η Αληθινή, ενέπνευσαν τον δημιουργό για την εν λόγω δημιουργία.

Η «Φραγκοσυριανή» βέβαια μοιάζει να γνώρισε δύο ζωές: Μια αρχικά όταν γράφτηκε, που έκανε μεγάλη επιτυχία, και μια δεύτερη στην πρώτη αναβίωση του ρεμπέτικου, στην δεκαετία του ’60, όταν κατόπιν πρωτοβουλίας του Βασίλη Τσιτσάνη την επανεκτέλεσε ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης σε ενορχήστρωση του τρικαλινού δημιουργού και με μπουζούκια τον Στέλιο Μακρυδάκη και τον Γιάννη Καραμπεσίνη, το 1961. Τότε ήταν που γνώρισε και τη μεγάλη επιτυχία και διεμβόλισε το πιο ετερόκλητο ακροατήριο. Από εκείνη τη στιγμή και μέχρι σήμερα δεν υπάρχει κέντρο που να μην ακουστεί, ταβέρνα να μην την έχει στη δισκοθήκη της, ενώ προσφάτως το συγκρότημα Locomondo επιχείρησε και μια πολύ ευφάνταστη ρέγκε διασκευή της – αν και χωρίς να ξεπερνάει τον πρώτο, τον αρχετυπικό ήχο του θρυλικού κομματιού.