«Είναι η πιο δυνατή ερωτική ταινία που έχει γυριστεί ποτέ», έγραφε η Πόλιν Κάελ, ιέρεια της κριτικής εκείνα τα χρόνια, για την πλέον πολυσυζητημένη ταινία του Μπερνάρντο Μπερτολούτσι «Το τελευταίο τανγκό στο Παρίσι».

«Ντρέπομαι να ξανακάνω ταινία ύστερα από ένα τέτοιο αριστούργημα», δήλωνε ο πολύς τότε κινηματογραφιστής Ρόμπερτ Αλτμαν.

Αλλά δεν ήταν μονάχα ο κόσμος του κινηματογράφου που ενθουσιάστηκε (ή εξοργίστηκε…) με το φιλμ: η απόσβεση του κόστους του ήταν εξίσου θεαματική, μια και η ταινία τσέπωσε περίπου εκατό εκατομμύρια δολάρια στα ταμεία, έχοντας κοστίσει μόλις ένα και κάτι.

Απόδοση που σίγουρα δεν θα περίμενε κανείς από μια αυστηρών καλλιτεχνικών προδιαγραφών ταινία, αν και οι λέξεις – κλειδί που έσυραν τον κόσμο στις αίθουσες σίγουρα δεν ήταν, ας πούμε, «κουλτούρα» και «Μπερτολούτσι». Αλλά μάλλον οι λέξεις «Μπράντο» και «βούτυρο» (το οποίο εκείνος χρησιμοποιεί για να διευκολύνει την πρωκτική επαφή με τη συμπρωταγωνίστριά του). Ιδίως η τελευταία.

Αν πιστεύατε πάντως πως μια ταινία γεμάτη σεξ δεν είναι απαραιτήτως και ερωτική, «Το τελευταίο τανγκό στο Παρίσι» είναι η επιβεβαίωση που ψάχνατε. Γιατί το πιο εντυπωσιακό ξεγύμνωμα εδώ δεν είναι αυτό της Μαρίας Σνάιντερ αλλά του Μάρλον Μπράντο – και δεν το εννοούμε κυριολεκτικά αλλά μεταφορικά: ο ηθοποιός επιδίδεται σε μια ψυχαναλυτικού τύπου ερμηνεία, αποδομώντας στο έπακρο την περσόνα του.

Και όλα αυτά, από μια φαντασίωση. Γιατί σε μια επίμονη φαντασίωση του Μπερτολούτσι στηρίζεται η ταινία. Αυτή της τυχαίας συνάντησης με μια γυναίκα που οδηγεί σε μια αμιγώς σεξουαλική σχέση, η οποία φτάνει στα άκρα δίχως εκείνος να μάθει ποτέ το όνομά της.

Η γυναίκα στο «Τανγκό» πάντως είχε όνομα: Μαρία Σνάιντερ. Αυτή η φιγούρα από το «Τελευταίο τανγκό» και το «Επάγγελμα ρεπόρτερ». Μίσησε τον Μπερνάρντο Μπερτολούτσι. Την εκμεταλλεύτηκε, είπε, στα 20 της χρόνια. Κι ας είχε διαβάσει το σενάριο πριν.

Κλείστηκε μετά σε ψυχιατρική κλινική για να ξεπεράσει το σοκ της ταινίας, η επιτυχία της οποίας της έκατσε βαριά. Παράξενη μορφή και, ως εκ τούτου, άκρατα γοητευτική, πέθανε πέρσι στα 58 της χρόνια, εξαφανισμένη από δημοσιογράφους, αλλά όχι από τις οθόνες (όπου να ‘ναι έπαιζε), λίγο πριν προλάβουμε να την κατανοήσουμε.

Ονομα είχε και ο άνδρας – και τι όνομα! Ο Μάρλον Μπράντο αρχικά επιδόθηκε στα γνωστά του τερτίπια. Αρχισε να αλλάζει τους διαλόγους, να αυτοσχεδιάζει την ώρα που οι κάμερες γυρνούσαν, ενώ ο προσωπικός του μακιγιέρ είχε εντολή να τον παστώνει στην κυριολεξία όποτε αυτές σταματούσαν. «Το make up στο πρόσωπο του Μπράντο πρέπει να είχε πάχος τουλάχιστον τέσσερις πόντους. Αναγκαζόμουν να του το βγάζω τρίβοντας με ένα μαντίλι, προσπαθώντας να του εξηγήσω πως η ταινία θα ήταν ούτως ή άλλως γυρισμένη με ελάχιστο φως», θα πει λίγο μετά την έξοδο της ταινίας στις αίθουσες ο Μπερτολούτσι. Μη νομίζετε, και τα μετέπειτα σχόλια του Μπράντο για το φιλμ δεν ήταν και τόσο κολακευτικά. Οταν, το 1979, τον ρώτησαν τι ήταν τελικά το «Τελευταίο τανγκό στο Παρίσι», αυτός απάντησε «μια δίωρη επίσκεψη του Μπερτολούτσι στον ψυχαναλυτή του».

Ψεύτικο σεξ, αληθινά δάκρυα

Η πιο θρυλική σεκάνς του «Τανγκό» είναι η λεγόμενη «σκηνή με το βούτυρο». Ολα ξεκινούν από μια αδιάκριτη ερώτηση. Στην οποία ο Μπράντο απαντά με το περιβόητο «Go get the butter». Η ίδια δείχνει να μην έχει καταλάβει τι συμβαίνει, αλλά σύντομα βρίσκεται μπρούμυτα στο πάτωμα. Και την ώρα που ο Μπράντο εισχωρεί, βουτυρωμένος, από την πίσω πόρτα, μουρμουρά τις ακόλουθες φράσεις, τις οποίες και υποχρεώνει τη Σνάιντερ να επαναλάβει: «Αγία Οικογένεια. Εκκλησία των συνετών πολιτών. Τα παιδιά βασανίζονται μέχρι να πουν το πρώτο τους ψέμα. Η θέλησή τους ραγίζει από την καταπίεση και η ελευθερία τους δολοφονείται από τη φιλαυτία. Γαμημένη οικογένεια!». Της κρατάει τα χέρια σφιχτά, το σώμα της συσπάται, το πρόσωπό της πνίγεται στα δάκρυα.

«Το σεξ μπορεί να μην ήταν αληθινό σ’ εκείνη τη σκηνή, τα δάκρυά μου όμως ήταν», θα πει χρόνια αργότερα η Σνάιντερ. «Ηταν ένα 20χρονο κορίτσι που δεν είχε την ωριμότητα να καταλάβει τι ακριβώς συνέβαινε», θα απαντήσει ο Μπερτολούτσι. Ισως να έχει και δίκιο. Την περίοδο των γυρισμάτων, άλλωστε, η Σνάιντερ έδινε χαμογελαστή συνεντεύξεις στο «Πλεϊμπόι» κάνοντας δηλώσεις όπως «έχω κοιμηθεί με 50 άνδρες και 20 γυναίκες και είμαι εντελώς bisexual».

Στην Ιταλία, το φιλμ έκανε ρεκόρ εισπράξεων μέχρι που την έκτη μέρα προβολής του η Αστυνομία κατέσχεσε όλες τις κόπιες και ο Μπερτολούτσι καταδικάστηκε σε πενταετή στέρηση των πολιτικών του δικαιωμάτων – η ταινία τελικά προβλήθηκε στη χώρα μόλις το 1987, μετά δηλαδή τη μεγάλη επιτυχία του «Τελευταίου αυτοκράτορα».

Στην Αμερική οι φεμινίστριες έκαναν ουρές έξω από τους κινηματογράφους μοιράζοντας φυλλάδια που μιλούσαν για την «κυριαρχία του βάρβαρου αρσενικού», ενώ στο Νιού Τζέρσι ένα τσούρμο 200 ατόμων που ανήκαν σε κάποιον θρησκευτικό σύλλογο όρμησαν σε έναν κινηματογράφο που έπαιζε την ταινία ουρλιάζοντας διάφορες χαριτωμένες βρισιές – η προβολή τελικά διεκόπη ύστερα από τηλεφώνημα για βόμβα.

Οι δε ισπανοί σινεφίλ, στη χώρα των οποίων το φιλμ είχε απαγορευτεί, είχαν βρει τη λύση. Περνούσαν τα σύνορα και έβλεπαν την ταινία στη γαλλική πόλη Περπινιάν!

Το ζήτημα όμως παραμένει: Ποιο είναι το αίνιγμα πίσω από το φιλμ; Το «Τελευταίο τανγκό στο Παρίσι» παραμένει από τη μια αινιγματικό και από την άλλη προφανές – αινιγματικό ως νοητική κατασκευή, προφανές σε επίπεδο συναισθηματικό: πίσω από τις ρήσεις, τις αναφορές και τα ψυχαναλυτικά παιχνίδια κρύβεται μια έντονη σχέση εξάρτησης που ριζώνει στην απελπισία και των δυο ηρώων – σχέση που καταλήγει με την πλήρη ήττα του αρσενικού. Γιατί δεν φτάνει που, επί της ουσίας, ο Μπράντο είναι αυτός που λυπάσαι, στο φινάλε αποκαθηλώνεται πλήρως, λες και η ταινία δεν έχει κανένα έλεος απέναντί του. Ή απέναντι στον ίδιο τον Μπερνάρντο Μπερτολούτσι…