Πέρασαν από τις συμπληγάδες του πανηγυριού του ιερού ναού Πέτρου και Παύλου στις δαιδαλώδεις ανηφόρες της Ανω Πόλης, εκείνες των παρκαρισμένων πούλμαν, πέρασαν από τα πυροσβεστικά οχήματα (μόνιμα παρκαρισμένα έξω από το Θέατρο Δάσους) και τα ατάκτως παρκαρισμένα Ι.Χ., από τις ουρές για έλεγχο εισιτηρίων (το ηλεκτρονικό μηχάνημα χάλασε και στη συνέχεια κόπηκαν με το χέρι κοντά 3.000 εισιτήρια και 700 προσκλήσεις) για να εισέλθουν στο «Μεγάλο μας τσίρκο».

Οχι εκείνο – εν μέσω χούντας – του 1973. Εκείνο έμεινε στον χώρο του θρύλου. «Η παράσταση το 1973 ήταν μια κραυγή ευθύνης των συντελεστών της ενάντια στη δικτατορία. Σήμερα η χώρα βρίσκεται υπό το καθεστώς μιας ευρωατλαντικής κατάληψης. Οι πολιτικοί είναι πλέον μεταλλαγμένοι, έχουμε πολιτικούς ζόμπι. Μεταλλαγμένο είναι και μεγάλο ποσοστό πολιτών. Ζώντας μέσα σε αυτήν την οργουελική ατμόσφαιρα ξαναέρχεται στο ΚΘΒΕ το «Μεγάλο μας τσίρκο» να μας ξαναπεί με τους στίχους του Καμπανέλλη: Λαέ, μη σφίξεις άλλο το ζωνάρι», είπε ο συνθέτης της μουσικής του «Τσίρκου», Σταύρος Ξαρχάκος. «Η σημερινή εποχή – στην πολιτική μας ζωή και το θέατρο – είναι εποχή αποδόμησης μύθων», πρόσθεσε. «Ομως όσα χωρούνε στην αλήθεια δεν τα βαστούν τα παραμύθια».

Το σκηνικό λιτό: είσοδος τσίρκου με τρία σκαλιά και κόκκινα ριντό, μια μικρότερη οριοθετημένη σκηνή στα αριστερά για την εννεαμελή ορχήστρα και τον μαέστρο – συνθέτη παρόντα, όρθιο από το 1ο ως το 165ο (!) λεπτό της παράστασης.

Ο Ρωμιός – Τάσος Νούσιας (δείγμα τυπικού εγωιστή και ματαιόδοξου Ελληνα που «θέλει να γίνει πρωθυπουργός» και «ξέρει την Ιστορία ανάποδα – όχι όπως μας τη διδάξαν» – είναι πρώην τρόφιμος ψυχιατρείου, ακίνδυνος) και το Ρωμιάκι – Μαρίνα Ασλανίδου (άφυλο πρόσωπο νεότερου Ελληνα – κάτι σαν το κολλητήρι του Καραγκιόζη) παρουσίασαν το τσίρκο που λέγεται «Ελλάς» μέσω ενός άλλου τσίρκου που λέγεται ΚΘΒΕ «στο οποίον δεν παίζουν ζώα. Εχει μόνο ανθρώπους, γιατί οι άνθρωποι είναι πιο φτηνοί και πιο διασκεδαστικοί»…

Ο Ρωμιός έδωσε το στίγμα από το εισαγωγικό σκετς ακόμη, όταν αναφέρθηκε στον Κρόνο που τρώει τα παιδιά του, «όπως και στην Ελλάδα όποιον καλύτερο έχουμε τον τρώμε».

«Ο Ιάκωβος Καμπανέλλης ξέρει καλά πώς λειτουργεί η μέθεξη σε εποχές ανελευθερίας» είχαν γράψει οι κριτικοί για την παράσταση της 22ας Ιουνίου 1973, που ανεβάστηκε ως πολιτική – σατιρική επιθεώρηση από τον θίασο Καρέζη – Καζάκου. «Το κοινό έκανε συναρτήσεις και αποκωδικοποιήσεις στα μέτρα των δικών του επιθυμιών, με αποτέλεσμα έργο και παράσταση να μεταμορφώσουν τον χώρο του θεάτρου σε αντιστασιακό κατά της χούντας χώρο» έγραψε ο συγγραφέας.

Το έργο παίχτηκε τουλάχιστον επί δύο χρόνια (και σε περιοδεία, μετά την πτώση της χούντας), αλλά έκτοτε δεν ανεβάστηκε ξανά. Πριν από δύο χρόνια ο καλλιτεχνικός διευθυντής του ΚΘΒΕ Σωτήρης Χατζάκης το συμπεριέλαβε στο ρεπερτόριο του χειμώνα του 2011 σε σκηνοθεσία του πρώτου σκηνοθέτη του, Κώστα Καζάκου. Η αναβίωση ματαιώθηκε, καθώς εκείνος επικαλέστηκε οικονομικά αλλά και καλλιτεχνικά προβλήματα, ο Χατζάκης επέμεινε και με μόνο συνδετικό κρίκο με τη θρυλική εποχή τον Σταύρο Ξαρχάκο το αποτόλμησε.