Οι «Δαίμονες», η – πολύ ενδιαφέρουσα κατά τη γνώμη μου – ροκ όπερα του Νίκου Καρβέλα -ιστορία και στίχοι Σταύρος Σιδεράς, συμπληρωματικοί στίχοι Νίκος Καρβέλας -, 21 χρόνια μετά το πρώτο τους ανέβασμα, επανέρχονται την επόμενη άνοιξη στη σκηνή, του Παλλάς αυτή τη φορά, ως παραγωγή της Ελληνικής Θεαμάτων, με Βασίλισσα Ροζάνα την πρώτη διδάξασα το ρόλο Αννα Βίσση (φωτογραφία). Θα σκηνοθετήσει ο Γιάννης Κακλέας που έχει ήδη συνεργαστεί με τον Νίκο Καρβέλα και την Αννα Βίσση το 2001 – 2002 στο ανέβασμα – στο Παλλάς επίσης – του μιούζικαλ «Μάλα».

Οι «Δαίμονες» πρωτοπαρουσιάστηκαν με μεγάλη επιτυχία τη σεζόν 1991 – 1992 στο «Αττικόν» σε μουσική διεύθυνση Μιχάλη Ροζάκη, σκηνοθεσία Ρότζερ Ουίλιαμς και με τους Τζων Μοδινό – που αργότερα τον αντικατέστησε ο Γιώργος Μούτσιος -, Γιάννη Σαμσιάρη και Μπέσσυ Μάλφα, μεταξύ άλλων, πλάι στην Αννα Βίσση.

Η Ελληνική Θεαμάτων θ’ ανοίξει τη σεζόν στο Παλλάς με το έξοχο μιούζικαλ των Τζον Κάντερ (μουσική), Φρεντ Εμπ (στίχοι) και Μπομπ Φόσι (λιμπρέτο μαζί με τον Φρεντ Εμπ) «Σικάγο» – ένα απ’ τα καλύτερα και πιο ουσιαστικά, μέσα απ’ τον κυνισμό του, μιούζικαλ που ‘χουν γραφτεί ποτέ κατά τη γνώμη μου. Θα το ανεβάσει ο Σταμάτης Φασουλής με Σμαράγδα Καρύδη, Τάνια Τρύπη, Κωνσταντίνο Μαρκουλάκη στους τρεις βασικούς ρόλους, Αντώνη Λουδάρο αλλά και με την Μαρινέλλα ως Μάμα Μόρτον.

Σας έγραφα στο Τέταρτο Κουδούνι της περασμένης Πέμπτης για το «Mistero Buffo» του Ντάριο Φο που θ’ ανεβάσει το χειμώνα στο Θησείον ο Θωμάς Μοσχόπουλος. Να επανέλθω στο έργο μια και δεν είχα αρκετό χώρο να τα γράψω όλα.

Ο Ντάριο Φο, λοιπόν, στο σπαρταριστό αυτό σπονδυλωτό έργο του αποδίδει ελεύθερα σκηνές απ’ τα λειτουργικά μεσαιωνικά δράματα, οι οποίες διαδραματίζονταν παράλληλα, ακόμα και αντιστικτικά, με το Θείο Δράμα και που δείχνουν «κανονικούς» ανθρώπους και πώς αυτοί έρχονται σε επαφή με το «θείο» και με το «θαύμα». Οι σκηνές αυτές παίζονταν απ’ τους γελωτοποιούς και στόχο είχαν την αποφόρτιση απ’ την ένταση.

Ο Ντάριο Φο (φωτογραφία δίπλα) – ο οποίος διαρκώς, απ’ το ’69 που το έργο πρωτοπαίχτηκε, τις ανανεώνει ή κάνει μικροαλλαγές στα κείμενά του – τους δίνει έναν ιδιαίτερο, σατιρικό, πολύ καυστικό, κοινωνικό και πολιτικό, χαρακτήρα και τις στρέφει κατά του παραλογισμού και της ασυδοσίας της εξουσίας: Ενας τυφλός ζητιάνος, για παράδειγμα, στήνει επιχείρηση μ’ έναν ανάπηρο ο οποίος προτείνει στον τυφλό να τον κουβαλάει στην πλάτη του και εις αντάλλαγμα ο ανάπηρος να τον οδηγεί. Αλλά δίπλα τους περνάει ο Χριστός που οδηγείται στον Γολγοθά, γίνεται θαύμα, ο τυφλός ξαναβρίσκει το φως του και είναι πανευτυχής ενώ ο ανάπηρος γίνεται έξαλλος γιατί έχει χάσει το σίγουρο κέρδος. Ή ένας ηθοποιός παίζει όλους τους παρευρισκόμενους στο θαύμα της Ανάστασης του Λαζάρου όπου γίνεται της μουρλής καθότι έχει μετατραπεί σε λαϊκό θέαμα όπου συνωστίζονται για να δουν το θαύμα παιδάκια, μαμάδες μικροπωλητές… Ή ένας τρελός παίζει χαρτιά σε μια ταβέρνα. Κάποια στιγμή εμφανίζεται ο θάνατος με τη μορφή μιας πολύ ωραίας, θλιμμένης γυναίκας. Οι χαρτοπαίχτες την αναγνωρίζουν κι εξαφανίζονται ενώ παραμένει ο τρελός που δεν έχει πάρει είδηση ποια είναι. Οταν το καταλαβαίνει αρχίζει να τη φλερτάρει μήπως και τη γλιτώσει. Αλλά τελικά καταλαβαίνει πως δεν έχει έρθει για να πάρει αυτόν αλλά τον Ιησού που είναι στο διπλανό δωμάτιο με τους Αποστόλους για τον Μυστικό Δείπνο.

Κάθε σκηνή – μονόλογοι οι περισσότερες, ερμηνεύονται από έναν ηθοποιό που παίζει πολλούς ρόλους – συνοδεύεται από έναν πρόλογο όπου οι ηθοποιοί εξηγούν την προέλευσή της με λεπτομέρειες φιλολογικοϊστορικές αλλά πάντα με πολύ χιούμορ.

Ο συγγραφέας ως θεατρικό ύφος προτείνει την απόλυτη ένδεια μέσων – στην ουσία, μόνος ο ηθοποιός εκτεθειμένος χωρίς τερτίπια, σκηνικά, κοστούμια… Αυτή τη γραμμή θ’ ακολουθήσει κι ο Θωμάς Μοσχόπουλος στη σκηνοθεσία. Ο αριθμός των σκηνών δεν επιτρέπει να περιληφθούν όλες σε μια βραδιά, οπότε κάθε βράδυ θα κληρώνονται κάποιες κι έτσι κάθε βράδυ η παράσταση θα περιλαμβάνει διαφορετικές.

Με την «Σαμία» του Μένανδρου, αναβίωση της υπέροχα κομψής, ιστορικής πια, παράστασης του Εύη Γαβριηλίδη – μεταφορά του έργου στην Μπελ Επόκ, με τον Χορό να κάνει την Πάροδο πάνω σε ποδήλατα εποχής -, στην λαμπερή, ανεπαισθήτως ειρωνική, σπαρταριστή μετάφραση του πρόωρα χαμένου ποιητή Γιάννη Βαρβέρη, θα εγκαινιάσει ο Θεατρικός Οργανισμός Κύπρου το καινούργιο, για πρώτη φορά στην υπερσαραντάχρονη ιστορία του- ξεκίνησε την πορεία του το 1971 – ιδιόκτητο θέατρό του στην Λευκωσία.

Η παράσταση ανέβηκε για πρώτη φορά με σκηνικά και κοστούμια Γιώργου Ζιάκα, μουσική Μιχάλη Χριστοδουλίδη και χορογραφία Ισίδωρου Σιδέρη – μια ευτυχής συγκυρία – το καλοκαίρι του 1993 – ήταν μάλιστα το ντεμπούτο, με το ρόλο του Μοσχίωνος, του Αλκίνοου Ιωαννίδη που προτίμησε όμως, τελικά, τη μουσική, παρά την εξαιρετική επιτυχία που είχε. Και ήταν η συμμετοχή του ΘΟΚ στο Φεστιβάλ Επιδαύρου εκείνης της χρονιάς ενώ στη συνέχεια παίχτηκε στο Βεάκειο του Πειραιά. Το επόμενο καλοκαίρι παρουσιάστηκε στην Αθήνα, στον Λυκαβηττό, στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών. Τη σεζόν 1999 – 2000 ο Εύης Γαβριηλίδης (φωτογραφία) ανέβασε και πάλι την «Σαμία», στο ΚΘΒΕ αυτή τη φορά – στο Βασιλικό της Θεσσαλονίκης -, στην ίδια γραμμή – ίδια μετάφραση, ίδια μουσική, ο ίδιος χορογράφος.

Το καινούργιο ανέβασμα θα γίνει με τους ίδιους συντελεστές του πρώτου. Απ’ τη διανομή το μόνο όνομα που έμαθα είναι της πολύ καλής Στέλας Φυρογένη στο ρόλο της Χρυσίδος, τον οποίο στο πρώτο ανέβασμα ερμήνευε η απολαυστική Αννίτα Σαντοριναίου και στην παράσταση της Θεσσαλονίκης η Τάνια Τσανακλίδου σε μια απ’ τις λίγες εμφανίσεις της στο θέατρο.