«Η κάλπικη λίρα» Η θρυλική ταινία, σπονδυλωτή, με τέσσερις ιστορίες, του Γιώργου Τζαβέλλα (1916-1976), με πολυμελές καστ που βγάζει μάτια. Ξέρετε τι είπα στον εαυτό μου βγαίνοντας από την προβολή; «Ορσε μακάκα». Για τρεις λόγους. Ο πρώτος, επειδή όλα αυτά τα χρόνια ζήτημα είναι αν έχω αφιερώσει δυο αράδες γι’ αυτό το παραλίγο αριστούργημα. Ετσι ακριβώς. Τώρα – σ’ αυτή την ψηφιακή εξαιρετική επεξεργασία – ανακάλυψα ότι ο Τζαβέλλας πριν από μισό και πλέον αιώνα δημιούργησε την πατίνα πάνω στην οποία πατήσανε όλα τα είδη του ελληνικού κινηματογράφου. Από τη φάρσα και την κωμωδία μέχρι το μελόδραμα και την αισθηματική κομεντί.

Ο δεύτερος, επειδή θαμπώθηκα από το χαρισματικό ταλέντο μερικών από τα σπουδαιότερα ερμηνευτικά θηρία της ελληνικής οθόνης. Ας πούμε, ο καλύτερος Βασίλης Λογοθετίδης (μαζί με την ερμηνεία του ως ανεπανάληπτος «Ζηλιαρόγατος» του 1956). Ο καλύτερος τυπίστας με το όνομα Μίμης Φωτόπουλος. Ας πούμε, η Ιλυα Λιβυκού, από τα πιο λαχταριστά θηλυκά της εποχής. Ας πούμε, ο Ορέστης Μακρής, ο καλύτερος Σκρουτζ, κακότροπος, μισάνθρωπος – στους ρόλους φυσικά. Και τέλος, Ελλη Λαμπέτη και Δημήτρης Χορν. Το πιο λαμπερό ζεύγος όλων των ελληνικών εποχών. Η Λαμπέτη, παιδιά, τότε μόλις 29 ετών, πανεμορφότερη και πανγοητευτικότερη θεά από δεκάδες του Χόλιγουντ που τις προσκυνάμε όλοι μας με τα στόματα ανοικτά.

Και ο τρίτος, επειδή το θέμα αλλά και μερικές από τις ατάκες που έγραψε ο Γιώργος Τζαβέλλας είναι τόσο διαχρονικά, που η σημερινή οικονομική και ηθική κρίση τα κάνει επίκαιρα και διδακτικά. Παράδειγμα; Μα φυσικά το ασταμάτητο παιχνίδι ανάμεσα στο «κάλπικο» και το «αυθεντικό». Γιατί αυθεντικός ο αισθησιασμός που αισθάνεται ο έρμος ο Λογοθετίδης, ο χαράκτης. Ως εκ τούτου, για τα μάτια αλλά και τα «υπόγεια» της Φιφής γίνεται παραχαράκτης. Δυσδιάκριτα λοιπόν τα όρια ανάμεσα στο ψεύτικο και το αληθινό. Γιατί πέτσινος τυφλός ο Μίμης Φωτόπουλος, ενώ αυθεντική κοκότα η Σπεράντζα Βρανά. Που σημαίνει ότι η επαιτεία μαζί με τη φιλανθρωπία είναι μια κάλπικη διαδικασία. Και τέλος, αυθεντικός ο έρωτας του πάμφτωχου ζωγράφου Δημήτρη Χορν προς την Ελλη Λαμπέτη. Ομως η φτώχεια, ο χειρότερος εχθρός. Ετσι, μόλις χωρίζουν, αρχίζει να οργιάζει το ταλέντο του καλλιτέχνη. Πράγμα που σημαίνει και είναι πέρα ώς πέρα αληθινό ότι μόνο νηστικός χορεύει κάθε καλλιτέχνης αληθινός.

Α, και κάτι ακόμα. Εξήντα χιλιάρικα εκείνη την εποχή είχαν αξία μόλις δύο δολαρίων. Ακόμα το Ψυχικό με χωματόδρομους, μια γειτονιά τόσο μακρινή όσο σαν να λέμε το σημερινό Λουτράκι. Και ο πληθωρισμός αλλά και η φτώχεια τόσο μαζικά, που αν επιστρέψουμε σ’ εκείνη την εποχή θα είμαστε ευχαριστημένοι με την μπομπότα. Και ως υστερόγραφο, η ατάκα του «αόμματου» Μίμη Φωτόπουλου προς την κοκότα Σπεράντζα Βρανά: «Είσαι απ’ εκείνες που ντύνονται επί πιστώσει και γδύνονται τοις μετρητοίς». Αντεστε να γελάσετε και να συμμορφωθείτε! Βαθμοί=7