Συγκλονιστικά στοιχεία παρουσιάστηκαν χτες από το νεοσύστατο Δίκτυο Καταγραφής Περιστατικών Ρατσιστικής Βίας. Η πρώτη πιλοτική καταγραφή κάλυψε έναν εξαιρετικά περιορισμένο γεωγραφικό χώρο (στην Αθήνα την περιοχή Ομόνοιας, την Πλατεία Αττικής, τον Αγιο Παντελεήμονα, επίσης ορισμένες περιοχές της Πάτρας). Αρα τα αποτελέσματα δεν αποτελούν ούτε καν την κορυφή του παγόβουνου. Τα θύματα φαίνονται απρόθυμα να καταγγείλουν τις επιθέσεις ακόμα και όταν έχουν νωπά τα σημάδια της βίας πάνω τους, είτε λόγω φόβου σύλληψής τους (εάν δεν έχουν νομιμοποιητικά έγγραφα) είτε επειδή το θεωρούν μάταιο. Και όμως, σε ένα τρίμηνο έχουμε την αναλυτική τεκμηριωμένη καταγραφή 61 βίαιων ρατσιστικών επιθέσεων. Συχνά έχουμε περισσότερους από έναν θύτες, συνήθως οργανωμένες εξτρεμιστικές ομάδες που προκαλούν βαριές ή απλές σωματικές βλάβες αλλά και την καταστροφή περιουσιακών στοιχείων ή καταστημάτων. Σημαντικό εύρημα είναι επίσης η αυξανόμενη ομαδική βία με τη συμμετοχή ανηλίκων. Καταγράφεται οργάνωση στον δημόσιο χώρο (πλατείες κ.λπ.) και χρήση αυτοσχέδιων κυρίως όπλων, ωστόσο δυνάμει φονικών. Επιπλέον, προκύπτει η πρακτική «περιπολίας» από μαυροφορεμένους μοτοσικλετιστές, με κράνη ή καλυμμένο πρόσωπο, οι οποίοι επιτίθενται εν κινήσει, συνήθως σε στάσεις λεωφορείων. Αλλες ομάδες, συχνά με τη συμμετοχή γυναικών, χρησιμοποιούν μεγαλόσωμους σκύλους για εκφοβισμό. Οι επιθέσεις κατά των γυναικών ενέχουν σαφή απειλή της γενετήσιας αξιοπρέπειάς τους. Ειδική κατηγορία, τέλος, αποτελούν τα πολλά περιστατικά όπου συνδέεται η αστυνομική με τη ρατσιστική βία, όταν ένστολοι, κατά την άσκηση των καθηκόντων τους και σε επιχειρήσεις ρουτίνας, καταφεύγουν σε έκνομες ενέργειες και πρακτικές άσκησης βίας.

Είναι γνωστό πως σπανίως τα περιστατικά ρατσιστικής βίας καταγγέλλονται και ακόμα σπανιότερα διερευνώνται. Οι ένοχοι παραμένουν στη συντριπτική πλειονότητα ασύλληπτοι, αν και πολλές από τις εγκληματικές τους πράξεις διώκονται αυτεπάγγελτα, ενώ όταν προσαχθούν αφήνονται σύντομα ελεύθεροι. Η καταδίκη για εγκλήματα με ρατσιστικά κίνητρα είναι έννοια άγνωστη στη χώρα μας. Τα παραπάνω αποκτούν ιδιαίτερη σημασία στη δίνη της μεγάλης οικονομικής και κοινωνικής κρίσης. Η υποβάθμιση και η αυξημένη παραβατικότητα σε περιοχές με μεγάλο αριθμό περιθωριοποιημένων μεταναστών και προσφύγων αποτελούν πρόσφορο έδαφος για εντάσεις, ξενοφοβικές συμπεριφορές και ανοχή απέναντι στη ρατσιστική βία.

Ταυτόχρονα γίνεται πλέον ανοιχτά λόγος για «πολιτοφυλακές» που εκπαιδεύονται στα όπλα δήθεν για να αυτοπροστατευτούν. Κάτι τέτοιο θα έπρεπε να προκαλεί συναγερμό. Δυστυχώς, όμως, αυτό που κυριαρχεί είναι ένας πλειστηριασμός σε ιδέες που αποτελούν υπόστρωμα ανοχής στη ρατσιστική βία. Πολιτικοί αρχηγοί με θυμωμένο ύφος σερίφη αμερικανικής κωμόπολης μιλούν για ελεύθερη οπλοκατοχή και αυτοδικία. Ο Δήμος Αθηναίων αρνείται να παράσχει ρεύμα σε αντιρατσιστική εκδήλωση στην Πλατεία Αγίου Παντελεήμονος επικαλούμενος τον «φόβο επεισοδίων» (αποδεχόμενος έτσι πλήρως το άβατο που επιβάλλουν οι ομάδες τραμπούκων). Τα ζητήματα διαχείρισης του μεταναστευτικού φορτίου μεταφέρονται στο πεδίο της ψηφοθηρικής τρομολαγνείας. Οταν όμως η ατζέντα του δημόσιου διαλόγου μετακινείται προς τα (ακρο)δεξιά, η ρατσιστική βία εγκαθίσταται στον αστικό χώρο.

Στην επόμενη Βουλή χρειάζονται ισχυρή παρουσία και συνεννόηση – ει δυνατόν διακομματική – βουλευτών που θα θέσουν σε υψηλή προτεραιότητα την αντιμετώπιση του ρατσιστικού φαινομένου σε νομοθετικό επίπεδο και σε επίπεδο κοινοβουλευτικού ελέγχου: πολιτικές πρόληψης, δημιουργία ενιαίου ειδικού συστήματος καταγραφής ρατσιστικών εγκλημάτων στο υπουργείο Δικαιοσύνης (σύμφωνα με τις διεθνείς υποχρεώσεις της χώρας), δημιουργία ειδικής αστυνομικής δομής, καθιέρωση ειδικών οδηγιών για την αστυνομική διερεύνηση του ρατσιστικού εγκλήματος, λογοδοσία και καταπολέμηση της ατιμωρησίας για οποιονδήποτε, ένστολο ή μη, ελέγχεται για εμπλοκή σε τέτοια περιστατικά.

Λίγες εβδομάδες πριν από τις εκλογές είναι ορατός πλέον ο κίνδυνος οι φορείς της ρατσιστικής βίας να επιτύχουν την είσοδό τους στη Βουλή. Πρόσωπα του νεοναζιστικού περιθωρίου διεκδικούν βουλευτικά έδρανα. Τώρα χρειάζεται, περισσότερο από ποτέ, να γνωρίζουν ότι κάθε τους ενέργεια βρίσκεται στο μικροσκόπιο.

Υστερόγραφο: το Δίκτυο Καταγραφής δημιουργήθηκε με πρωτοβουλία της Εθνικής Επιτροπής για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου και του Γραφείου της Υπάτης Αρμοστείας του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες στην Ελλάδα με τη συμμετοχή 18 μη κυβερνητικών οργανώσεων και φορέων μέχρι στιγμής.

Ο Κωστής Παπαϊωάννου είναι πρόεδρος της Εθνικής Επιτροπής για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου www.antiphono.wordpress.com