Η περιπέτεια του υπερρεαλισμού στην Ελλάδα, παρά το γεγονός ότι δεν λειτούργησε ως αυτοτελές κίνημα, όπως στη Γαλλία, και μολονότι τα κελεύσματά του δεν βρήκαν θετική ανταπόκριση στο πρώτο του κοινό, της μεσοπολεμικής και αμέσως μεταπολεμικής περιόδου, έγινε αισθητή και συνέβαλε στον μετατονισμό μιας ευαισθησίας – δεν εννοούμε μεταβολή του κανόνα. «Εδώ δεν είναι παίξε γέλασε / εδώ είναι Μπαλκάνια», σάρκασε ο Εγγονόπουλος, που μοιράστηκε γενναία τη χλεύη, την απαξίωση και την τακτική της αποσιώπησης ενόσω ο λόγος περί «ελληνικότητας» στερέωνε το οικοδόμημά του στη διάρκεια του Μεσοπολέμου.

Επί των ημερών μας επιχειρείται η τεκμηριωμένη και, κατά το δυνατόν, αμερόληπτη καταγραφή της πρόσληψης του υπερρεαλισμού στην Ελλάδα. Η έρευνα στα αρχεία των τριών «αποστόλων» (Εμπειρίκου, Κάλας, Εγγονόπουλου), η συστηματική συνανάγνωση των πηγών, η ανάδυση στο προσκήνιο αναξιοποίητων στοιχείων (αλληλογραφίες, ανέκδοτα κείμενα, μαρτυρίες) και η δυνατότητα των πολλαπλών συσχετισμών επιτρέπει την αναδιαπραγμάτευση, την αναψηλάφηση της υπόθεσης του υπερρεαλισμού όπως τη χειρίστηκαν οι πρωτεργάτες του στην Ελλάδα.

Στην προοπτική αυτή εγγράφονται οι δύο παρούσες (και εν πολλοίς παραπληρωματικές) μελέτες του Νίκου Σιγάλα και του Μιχάλη Χρυσανθόπουλου. Με τη διπλή αυτή προσφορά, η καλαισθησία και η σοβαρότητα των εκδόσεων Αγρα συνεχίζουν με αφοσίωση τον διάπλου και την εξερεύνηση του ελληνικού υπερρεαλισμού. Ε la nave va!

Ο Νίκος Σιγάλας, με εκκίνηση την ανασκευή της απαξιωτικής κριτικής που ενίοτε συνοδεύει ακόμη τα γραπτά του Εμπειρίκου και τα πιστώνει στον «αντιδραστικό μοντερνισμό», ξεδιπλώνει το ιστορικό της πορείας και των σχέσεων των υπερρεαλιστών του ελληνικού Μεσοπολέμου. Αυτή η ανασύσταση του ιστορικού ορίζοντα γίνεται μεθοδικά, ψηφίδα την ψηφίδα (τα sur – realia, όπως εύστοχα τα αποκαλεί), και αποκαλύπτει τη διαδραστική στρατηγική των προσώπων που θέλησαν να θεμελιώσουν στην Ελλάδα τον υπερρεαλισμό με όρους κινήματος. Υπογραμμίζει κυρίως την κομβική φιλία και συμπόρευση του Εμπειρίκου με τον Καλαμάρη έως ότου αυτός αναχωρήσει από την Ελλάδα (1938) για τη Γαλλία και, αργότερα, για τις ΗΠΑ. Από τις αρχές της δεκαετίας έως τη στιγμή της ρήξης των σχέσεών τους συντονίζουν με ισότιμο πάθος την έκκεντρη, αποκλίνουσα πορεία του υπερρεαλισμού έναντι της λεωφόρου της παλαμολατρείας ή της νεότευκτης «ελληνικότητας». Ο οιστρήλατος χαιρετισμός του Εμπειρίκου στον Ιβάν (όπως αποκαλούσαν τον Καλαμάρη οι φίλοι του της Αθήνας), αποτυπωμένος στο ανέκδοτο πεζό του «Τα τεκταινόμενα» (1940) αποτίει τη δέουσα αναγνώριση στον πολυτάλαντο, απομακρυσμένο πλέον φίλο.

Ο Μιχάλης Χρυσανθόπουλος εξετάζει αναλυτικά σε εννέα εκτενή κεφάλαια την ελληνική υπερρεαλιστική παραγωγή του Μεσοπολέμου, τη συμβολή της ψυχαναλυτικής θεωρίας και του μαρξισμού στην άρθρωση ενός νέου κριτικού παραδείγματος που αναθεωρεί ριζικά τη σχέση με την παράδοση, σε απόσταση από το σχήμα της εθνικής συνέχειας, και κατασκευάζει νέα πρότυπα για τη λογοτεχνική εξέλιξη. Η ποιητική της επιθυμίας και του ονείρου ή η θεματοποίηση του ασυνείδητου, η κριτική συμβολή του Κάλας στην κατασκευή της λογοτεχνικής παράδοσης με αντιπαλαμικούς τόνους και (πρόδρομη) αναγνώριση της καβαφικής ευαισθησίας (1932), η διάδραση ζωγραφικής και ποίησης στην παραγωγή του Εγγονόπουλου αναδιατάσσουν τις σχέσεις παρόντος – παρελθόντος και προτείνουν άλλα εργαλεία στη στοχαστική και έντεχνη γραφή. Ενα, δυνάμει τουλάχιστον, σύστημα λόγου που χρειάζεται προσεκτική επαναπροσέγγιση ως προς τους όρους της αισθητικής και της ιδεολογίας που το διέπουν.

Μεταπολεμικά, ο υπερρεαλισμός – και στη διεθνή και στην ελληνική εκδοχή του – «χωνεύτηκε», επανέκαμψε με αίγλη σε μεταγενέστερες γενιές που αναγνώρισαν στην ανανεωτική ή και επιθετική ορμή του δικά τους ζωτικά αιτήματα και τρόπους να τα διεκδικήσουν• δικαιώθηκε κατά κάποιον τρόπο και περιβλήθηκε παρά την αποτυχία του (ή και εξαιτίας της) με την αύρα μιας ριψοκινδύνευσης που έλκει πάντα τη νεότητα, έγινε σχεδόν αξία κατεστημένη. Οι εντάσεις, οι τριβές, τα σχίσματα ενόσω ο υπερρεαλισμός ήταν ακόμη ζώσα πραγματικότητα έως τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο κρίνονται τώρα, εκ των υστέρων, συστατικό στοιχείο της πολυσθένειας, της δυναμικής, της αδιάλλακτης εμμονής του στο άνευ όρων και ορίων «ποιητικώς ζην».