Οταν ο Νίτσε διακήρυξε ότι ο Θεός πέθανε, έβαλε αυτή τη γνωμάτευσή του στο στόμα ενός τρελού. Γιατί στην ψυχή ενός τρελού θα συνυπήρχαν με τη μεγαλύτερη δυνατή ένταση τα δύο διαμετρικά αντίθετα συναισθήματα που μπορεί να γεννήσει μια τέτοια είδηση: από τη μια απόγνωση, για την απώλεια ενός υπέρτατου προστάτη και την εγκατάλειψη του ανθρώπου στη μοναξιά του σύμπαντος, από την άλλη αγαλλίαση, γιατί ο άνθρωπος θα ήταν πια απαλλαγμένος από την υποταγή σε έναν Κύριο και θα μπορούσε να ξανοιχτεί σε πλατύτερους ορίζοντες, να ανακαλύψει και να αξιοποιήσει ένα σωρό κατεσταλμένες πριν δυνατότητές του.

Σήμερα είναι πασιφανές: το δεύτερο συναίσθημα βρίσκεται σε πλήρη υποχώρηση, αν όχι στα πρόθυρα της εξαφάνισης, ενώ το πρώτο ριζώνει ολοένα βαθύτερα στην ψυχή των ανθρώπων. Το πρόγραμμα του Διαφωτισμού, που έδωσε καινούργιο περιεχόμενο στην αποστολική ρήση «Η αλήθεια θα σας απελευθερώσει», διαψεύστηκε, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά την επαγγελία της ευτυχίας μέσα από την απελευθερωτική επίδραση της επιστημονικής αλήθειας. Φαίνεται πως οι περισσότεροι άνθρωποι, για να μην πούμε όλοι, δεν αντέχουν μια τέτοιου είδους ελευθερία. Εχουν ανάγκη από την πίστη στο υπερβατικό, στο απόλυτο, σε κάτι που να τους ξεπερνάει, να τους δεσμεύει, ακόμα και να τους υποτάσσει.

Το κενό που άφησε η παρακμή της θρησκείας, προπαντός της χριστιανικής θρησκείας, επιχειρήθηκε να καλυφθεί με καινούργια συστήματα πίστης, από τα οποία άλλα είχαν τη μορφή ορθολογικών φιλοσοφικών θεωριών με επιστημονικές αξιώσεις ή αφετηρίες, όπως ο μαρξισμός, ο φροϋδισμός και η ανθρωπολογία του Λεβί-Στρως, και άλλα ήταν ανορθολογικά δόγματα (αστρολογία, αποκρυφισμός, ανατολικές θρησκείες), που όσο πιο παράδοξο και αεριώδες λεξιλόγιο χρησιμοποιούσαν τόσο πιο ελκυστικά γίνονταν για τον δυτικό άνθρωπο.

Στις τέσσερις από τις πέντε διαδοχικές διαλέξεις του από το 1974, που οδήγησαν σε αυτό το μικρό, αλλά τόσο μεστό βιβλίο, ο Τζορτζ Στάινερ, ένας από τους πιο πολυσύνθετους λόγιους της εποχής μας, θα λέγαμε ένας αναγεννησιακός τύπος, καταγίνεται με αυτές τις «μεταθρησκείες», τη δομή και τη λειτουργία τους. Δείχνει μεγάλο σεβασμό για τον Μαρξ, τον Φρόυντ και τον Λεβί-Στρως (όχι όμως και για τους αστρολόγους, τα μέντιουμ ή τους γκουρού, πράγμα για το οποίο θέλω να ελπίζω ότι δεν θα τον επέπλητταν πολλοί σοβαροί άνθρωποι), αλλά επισημαίνει τα θρησκευτικά χαρακτηριστικά των συστημάτων τους: τα απαρασάλευτα κεντρικά δόγματα, τις αιρέσεις, που αντιμετωπίζονται με ακόμα μεγαλύτερη εχθρότητα από ό,τι οι αντίπαλες ιδεολογίες, την πεποίθηση ότι υπήρξε μια αρχική παραδείσια κατάσταση του ανθρώπου, από την οποία αυτός εξέπεσε με τη μία ή την άλλη μορφή προπατορικού αμαρτήματος, την προφητεία για ένα τέλος της Ιστορίας, είτε ευφρόσυνο, όπως στον Μαρξ, είτε σκοτεινό, όπως στον Φρόυντ και τον Λεβί-Στρως.

Ακριβώς αυτά τα θρησκευτικά χαρακτηριστικά, ενταγμένα όμως σε ορθολογικά συστήματα σκέψης που απορρίπτουν το υπερβατικό στοιχείο, δικαιολογούν τους όρους «υποκατάστατα θρησκείας» και «μεταθρησκείες». Ο Στάινερ κάνει λόγο και για μυθολογίες, γιατί τα σχήματα αυτά αφηγούνται την ανθρώπινη περιπέτεια χρησιμοποιώντας μεταφορές μάλλον παρά αποδείξιμες αλήθειες. Το σοβαρότερο είναι ότι, όπως παρατηρεί ο Στάινερ ήδη το 1974 και σήμερα έχει γίνει ακόμα φανερότερο, απέτυχαν μακροπρόθεσμα ως θρησκευτικά υποκατάστατα: η διάψευση πολλών προβλέψεών τους έσπειρε τον σπόρο της δυσπιστίας και τελικά της απιστίας. Ο διφυής χαρακτήρας τους αποδείχτηκε μοιραίος γι’ αυτά: η επιστημονική πλευρά τους υπονόμευσε τη θρησκευτική.

Και η ίδια η επιστήμη, η κύρια υπεύθυνη για τον θάνατο του Θεού; Γι’ αυτήν έγινε ακόμα γρηγορότερα φανερό ότι δεν μπορούσε να διατηρήσει το θρησκευτικό ή ημιθρησκευτικό status που της επιφύλασσαν τα πιο ενθουσιώδη ρεύματα του Διαφωτισμού. Πρώτον, επειδή οι αλήθειες της βρίσκονται υπό συνεχή αίρεση. Δεύτερον, επειδή οι τεχνολογικές εφαρμογές τους μπορεί να είναι απάνθρωπες και, μακροπρόθεσμα, ολέθριες. Και τρίτον – αυτό είναι το σημαντικότερο για το θέμα μας – επειδή δεν είναι πάντοτε απελευθερωτικές. Θα δώσω δύο παραδείγματα που μου φαίνονται λίγο πιο πρόσφορα από εκείνα του Στάινερ, αλλά δεν ήταν γνωστά την εποχή των διαλέξεών του. Πόσο απελευθερωτική είναι η ανακάλυψη ότι οι χιμπαντζήδες, οι κοντινότεροι συγγενείς μας, δεν είναι τα ειρηνικά, «δημοκρατικά» οργανωμένα, παιχνιδιάρικα ζώα που πιστεύαμε, βλέποντάς τα σαν παρήγορη ένδειξη για την αρχέγονη αθωότητα του ανθρώπου, αλλά ότι συχνά συμπεριφέρονται βίαια, κατακτητικά, φονικά, ακόμα και γενοκτονικά; Και πόσο απελευθερωτικό είναι το πόρισμα της κοινωνιοβιολογίας (αν τελικά αληθεύει) ότι είμαστε δέσμιοι της μοίρας που μας όρισαν τα γονίδιά μας, ότι δεν είμαστε παρά μηχανές που χρησιμεύουν στη διαιώνισή τους;

Μπροστά σε αυτή την πραγματικότητα, θα μπορούσε κανείς να ρωτήσει – και αυτό κάνουν πολλοί άνθρωποι στην εποχή μας – μήπως η δυτική αντίληψη για την αλήθεια είναι τελικά εχθρική για τον άνθρωπο και μήπως άλλοι, περισσότερο διαισθητικοί, περισσότερο ενορατικοί τρόποι προσέγγισης της αλήθειας, που διακρίνουν άλλους πολιτισμούς, διαθέτουν μια βαθύτερη σοφία. Και σε αυτό επίσης ο Νίτσε στάθηκε πρωτοπόρος και το διατύπωσε με τη ριζοσπαστικότερη δυνατή μορφή. Κάθε αλήθεια, είπε, που απειλεί τη ζωή δεν είναι αλήθεια• είναι ένα λάθος.

Ο Στάινερ, στην πέμπτη και τελευταία της σειράς των διαλέξεών του για τη νοσταλγία του απόλυτου, παραδέχεται, όπως είδαμε, ότι η επιστημονική αλήθεια δεν είναι απαραίτητα απελευθερωτική. Λαμβάνει υπόψη του τις ενστάσεις π.χ. της Σχολής της Φρανκφούρτης για την ίδια την έννοια της αλήθειας, κατανοεί την επιθυμία για άλλους δρόμους αναζήτησης της αλήθειας, προπαντός μιας αλήθειας περισσότερο επικεντρωμένης στον άνθρωπο. Αλλά η απάντησή του είναι σκληρή. Το κυνήγι της αλήθειας μέσω της ορθολογικής έρευνας και χωρίς κανέναν υπολογισμό του κόστους είναι, λέει, κάτι σαν γενετικό πεπρωμένο του δυτικού ανθρώπου, ένα προϊόν της ιστορίας του εγκεφαλικού φλοιού του. Ο Στάινερ επικαλείται έναν από τους πλατωνικούς διαλόγους, όπου, στο τέλος μιας δύσκολης λογικής απόδειξης, οι ακροατές βγάζουν μια θριαμβευτική ιαχή, παρόμοια με του θηρευτή που καταφέρνει να καταβάλει ένα ζόρικο θήραμα: αυτή είναι η σχέση του δυτικού ανθρώπου με την αλήθεια.

Κατά τη γνώμη του Στάινερ, η αλήθεια έχει μέλλον, πράγμα που δεν είναι σαφές αν ισχύει και για τον άνθρωπο. «Ομως», καταλήγει, «δεν γίνεται να μην έχω άποψη για το ποιο από τα δύο είναι το σημαντικότερο».

Αυτό κι αν προδίνει ίμερο για το Απόλυτο!