«Από το πρώτο λεπτό της φυλακής, μου έγινε ξεκάθαρο ότι στις συλλήψεις δεν γίνονταν λάθη, ότι συμβαίνει σχεδιασμένη εξόντωση ολόκληρης «κοινωνικής ομάδας», όλων όσοι από τη ρωσική ιστορία των τελευταίων χρόνων θυμούνταν ό,τι δεν έπρεπε να θυμούνται. Το κελί ήταν πήχτρα από στρατιωτικούς, παλιούς κομμουνιστές που μετατράπηκαν σε «εχθρούς του λαού»». Αυτό σημείωνε ο ποιητής, δημοσιογράφος και πεζογράφος Βαρλάμ Τυχόνοβιτς Σαλάμοφ (1907-1982) που πέρασε 17 χρόνια στο σοβιετικό στρατόπεδο καταναγκαστικής εργασίας (γκουλάγκ) της Κολιμά. Από αυτή την εμπειρία γεννήθηκε το περίφημο βιβλίο του «Ιστορίες από την Κολιμά» όπου συγκέντρωσε σε έξι ενότητες 145 μικρές αφηγήσεις εν είδει διηγήματος ή μικρής νουβέλας. Ο επαρκής αναγνώστης μπορεί να τις προσεγγίσει και ως χρονογραφήματα που εκουσίως αποφεύγουν τον επίσημο ιστοριογραφικό τόνο: πρόκειται ουσιαστικά για ενθυμήσεις, πρωτότυπα μικρά απομνημονεύματα (minima memorialia) που ανιστορούν τραυματοφιλικά και αυτοσαρκαστικά τα χρόνια του εγκλεισμού του. Σήμερα συγκαταλέγονται στα καλύτερα δείγματα της λεγόμενης στρατοπεδικής λογοτεχνίας του εικοστού αιώνα, αποτελώντας συνάμα ένα νευρώδες κεφάλαιο του αντικαθεστωτικού λόγου. Γράφονται μεν εν ψυχρώ, εκ των υστέρων, μετά τον θάνατο του «πατερούλη» (1953), βασίζονται ωστόσο σε προηγούμενα σκαριφήματα και προσχέδια σημειωμένα εν θερμώ. «Ο σκεπτικισμός είναι καλός, είναι το καλύτερο πράγμα της στρατοπεδικής κληρονομιάς» επισημαίνεται στο διήγημα «Ερυθρός σταυρός» (1959).

Η Κολιμά είναι περιοχή πλούσια σε ποικίλα μεταλλεύματα και κυρίως σε χρυσοφόρα κοιτάσματα. Η μακρά σειρά στρατοπέδων καταναγκαστικής εργασίας εκεί αποσκοπούσε στην παραγωγή διά της τιμωρίας: τα «πεντάχρονα» πλάνα παραγωγής επιβάλλονταν και προχωρούσαν διά της βίας, αδιαφορώντας για το κόστος σε ανθρώπινες ζωές. Ποινικοί και πολιτικοί κρατούμενοι αποκαλούνταν κυνικά «μονάδες εργασίας» και «αναμορφώνονταν» επί ίσοις όροις χάνοντας συνήθως τη μάχη της επιβίωσης, αφού προηγουμένως είχαν απωλέσει κάθε αιδώ, αλληλεγγύη, αξιοπρέπεια. Στοιβαγμένοι σαν ανθρώπινα απόβλητα, οι κρατούμενοι υλοποιούσαν έμπρακτα τον όρο πραγµοποίηση. Σε πολικό ψύχος, με ελάχιστο ύπνο, εξοντωτική δεκατετράωρη δουλειά, θερισμένοι από αρρώστιες, αποσκελετωμένοι, τρέφονταν με λιγοστό ψωμί και νερουλιασμένη σούπα. «Ολοι μας βεβαίως τρώγαμε γάτες, σκύλους, σκίουρους και κοράκια και, φυσικά, ψόφια άλογα, όταν μπορούσαμε να βρούμε», αναφέρει ο Σαλάμοφ, ο οποίος με ύψος ένα και ογδόντα έφτασε να ζυγίζει σαρανταοκτώ κιλά. Το ψύχος δεν άφηνε τα πτώματα να σαπίσουν και συνάμα πάγωνε κάθε σπίθα φιλίας ή άλλου συναισθήματος.

«Το λεξιλόγιό μου, το άξεστο λεξιλόγιο των ορυχείων ήταν φτωχό – πέρασα με δυο δεκάδες λέξεις κι όχι για ένα χρόνο μόνο. Οι μισές από τις λέξεις αυτές ήταν βρισιές. Ο πλούτος του ρωσικού υβρεολογίου, η ανεξάντλητη προσβλητικότητά του, δεν μου αποκαλύφτηκαν στην παιδική μου ηλικία, ούτε στην εφηβεία μου. Εδώ, ένα ανέκδοτο σόκιν έμοιαζε με γλώσσα κολεγιοκόριτσου. Αλλά δεν αναζητούσα άλλες λέξεις, ήμουν ευτυχισμένος που δεν ήμουν υποχρεωμένος να αναζητώ άλλες λέξεις. Δεν ήξερα αν υπάρχουν αυτές οι άλλες λέξεις» – μπορεί κανείς να σταθμίσει το βάρος αυτής της ομολογίας για έναν άνθρωπο που ζει από τις λέξεις, έναν συγγραφέα.

Γιος ιερέα και στερνοπαίδι της πολυμελούς (πέντε παιδιά) και σχετικά εύπορης οικογένειας, ο Σαλάμοφ αναγκάζεται να γίνει αποστάτης της τάξης του από νωρίς: η Οκτωβριανή Επανάσταση, η συνακόλουθη εμφύλια διαμάχη και τα πρώτα σκληρά σοβιετικά χρόνια τον σφραγίζουν έντονα αλλάζοντας άρδην την καθημερινότητά του. Τελειώνοντας τις εγκύκλιες σπουδές του (1922), το ένστικτο της επιβίωσης και της αυτοσυντήρησης τον ωθεί να γίνει απλός εργάτης ώστε να βιοποριστεί και να συνεχίσει τις σπουδές του στη Μόσχα. Εκεί γνωρίζει σταδιακά τους κύκλους της πρωτοπορίας, συγχρωτίζεται με φουτουριστές και κονστρουκτιβιστές και αρχίζει να γράφει τα πρώτα του κείμενα. Στα 1929 συλλαμβάνεται σε παράνομο τυπογραφείο που διακινούσε τη «Διαθήκη του Λένιν» (με αντισταλινικές αιχμές) και εκτοπίζεται στα Ουράλια, σε ένα από τα πρώτα γκουλάγκ. Το… κέρδος αυτής της πρώτης εξορίας είναι ένας γάμος. Με την απόλυσή του, την επιστροφή στη Μόσχα, τη γέννηση της θυγατέρας του (1935) και ενώ ο Σαλάμοφ δημοσιογραφεί κανονικά, κατηγορείται για τροτσκιστική δράση και εισπράττει νέα καταδίκη στα χρόνια των μεγάλων κομματικών εκκαθαρίσεων της δεκαετίας του 1930: εκτοπίζεται (1937) ως εχθρός του λαού στην Κολιμά, στις ανατολικές σοβιετικές εσχατιές όπου θα γνωρίσει μια καθημερινότητα αποτρόπαιη. Αυτήν θα αρχίσει να περιγράφει στις «Ιστορίες…» του, το 1954. Τότε, έχοντας εκτίσει τις ποινές του στην Κολιμά, έχοντας επιζήσει από το κολαστήριο των στρατοπέδων και τον κατ’ οίκον περιορισμό στην ευρύτερη περιοχή, επιστρέφει «ελεύθερος» στη Μόσχα και αντιμετωπίζει την καταστροφή του οικογενειακού θυλάκου: για τους δικούς του είναι ο στιγματισμένος αντικαθεστωτικός. Δύο χρόνια αργότερα, καθώς με την «τήξη των πάγων» αρχίζει η αποκατάστασή του, διαλύεται και επισήμως ο (πρώτος) γάμος του. Ο επιζών, πάντοτε ύποπτος για τους άλλους, δεν έχει άλλον τρόπο για να συνεχίσει τον βίο παρά να εκθέσει όσο πιο λεπτομερώς γίνεται το παρελθόν, τις διασταυρώσεις του με ζώντες και τεθνεώτες, τους χρονικούς κόμβους που αποδεικνύουν ότι είδε, άκουσε, συμμετείχε, έμαθε, έπαθε.

Οι εκατόν σαράντα πέντε ιστορίες από την Κολιμά γράφονται λοιπόν μεταξύ 1954 και 1973 και ως σύνολο πρωτοκυκλοφορούν στα ρωσικά στο Λονδίνο το 1978. Το στοίχημα για τον συγγραφέα (συνεπώς και για τον αναγνώστη) είναι να ομολογεί αρνούμενος και να δείχνει, καλύπτοντας το τεντωμένο δάχτυλο. Με αυτή την οιονεί αστυνομική λογική, το παιχνίδι της έντεχνης κατάδοσης, της κατά δόσεις παροχής της αλήθειας, σοφά αναμεμειγμένης με τη λήθη ή με το (ζωτικό) ψεύδος, η ανάγνωση αποκτά άλλο ενδιαφέρον, το κυνήγι του θησαυρού επανεκκινεί συνεχώς και ο Σαλάμοφ εξαγοράζει τον χαμένο χρόνο.

Τα κείμενα αυτά είναι ο συγγραφέας τους, είναι το δακτυλικό του αποτύπωμα και το εγκεφαλογράφημα του Βαρλάμ Σαλάμοφ. Δεν πρόλαβε να τα δει συγκεντρωμένα, τυπωμένα• κάποια από αυτά εκδόθηκαν εκτός Σοβιετικής Ενωσης δίχως ο ίδιος να έχει πνευματικά δικαιώματα επί του έργου του• στη χώρα του κυκλοφορούσαν σε μορφή σαμιζντάτ, ενίοτε αλλοιωμένα. Εκείνος, φερέοικος, κουβαλώντας στο σαρκίο του το έργο του, μόνη περιουσία του, και (αυτο)λογοκριμένος θα πορευτεί ίσαμε το τέλος αλύγιστος σαν κλαράκι λάρικας: με επιδεινωμένη υγεία, θα εισαχθεί στο τέλος δίχως τη θέλησή του σε ψυχιατρείο, όπου και θα πεθάνει, έχοντας κληροδοτήσει στον κόσμο έναν συγκλονιστικό αστερισμό μαρτυριών για το μεγαλείο και την πτώση του είδους που λέγεται άνθρωπος.