Πολλά γράφτηκαν και πολλά θα γραφτούν για τον Θόδωρο Αγγελόπουλο. Ομως ο μεγάλος έλληνας σκηνοθέτης μάλλον περιγράφεται καλύτερα, όταν τον λόγο παίρνουν φίλοι και άνθρωποι του εργασιακού περιβάλλοντός του. Επτά πρόσωπα που τον γνώρισαν και δούλεψαν μαζί του μοιράζονται με μας μια αντιπροσωπευτική τού ανδρός ιστορία, μια ανάμνηση από τότε που, για λίγο ή για πολύ, βρέθηκαν πραγματικά κοντά του.

Αχιλλέας Κυριακίδης

Συγγραφέας – μεταφραστής, συμμετείχε τιμητικά στην τελευταία ταινία του σκηνοθέτη

«Δεν τον είχα δει πιο ευτυχισμένο»

Την περασμένη εβδομάδα γυρίζαμε μια σκηνή από την τελευταία του ταινία, στην οποία εγώ είχα έναν μικρό ρόλο. Υποδυόμουν έναν φίλο του πρωταγωνιστή, του Τόνι Σερβίλο. Πρώτη μου φορά έβλεπα τον Θόδωρο Αγγελόπουλο τόσο χαλαρό, τόσο ήρεμο και τόσο ευτυχισμένο. Την ώρα της δουλειάς ήταν τόσο ήπιος, τόσο συμφιλιωμένος με αυτό που έκανε. Εμοιαζε να μην έχει κανένα άγχος. Μάλιστα, το γύρισμα της σκηνής ολοκληρώθηκε τόσο γρήγορα, μέσα σε περίπου δύο ώρες, που σχεδόν απόρησα. «Δεν θέλεις κάτι άλλο;» τον ρώτησα από φόβο ότι κάτι δεν θα είχε πάει καλά. «Οχι», μου απάντησε, «είμαι πολύ ευχαριστημένος». «Τότε μήπως να γράψεις και μια άλλη σκηνή», του είπα αστειευόμενος, «στην οποία να εμφανίζεται ο φίλος του πρωταγωνιστή;». Ο Αγγελόπουλος έβαλε τα γέλια, και αυτή είναι η τελευταία εικόνα που κράτησα από εκείνον: το πόσο ευδιάθετος και χαρούμενος ήταν σε εκείνη τη στιγμή της ζωής του. Είναι όμως η ίδια εικόνα που κάνει ακόμη πιο τραγικό τον θάνατό του.

Ρέα Γαλανάκη

Συγγραφέας, συνεργάστηκε στο σενάριο της ανολοκλήρωτης ταινίας «Η άλλη θάλασσα»

Μια µεγάλη διδαχή

Ο Θόδωρος Αγγελόπουλος μου είχε ζητήσει πριν από τρία και παραπάνω χρόνια να συνεργαστούμε στο σενάριο της τελευταίας του ταινίας «Η άλλη θάλασσα». Ο Πέτρος Μάρκαρης κι εγώ συνεργαστήκαμε όλα αυτά τα χρόνια με τον Αγγελόπουλο, εγώ για πρώτη φορά. Διευκρινίζω ότι το σενάριο ήταν έργο αποκλειστικά του Αγγελόπουλου, και με εμένα τουλάχιστον συζητούσε το καθετί, ρωτούσε, δεχόταν και ενέτασσε στο κείμενό του ή απέρριπτε έως ακόμη και την περασμένη εβδομάδα. Η συνεργασία μας εξελίχθηκε σε μια ουσιαστική φιλία με τον ίδιο τον Θόδωρο και με τη γυναίκα του Φοίβη. Ας πω ότι τον ίδιο τον είχα γνωρίσει λίγο από την εποχή του «Σύγχρονου Κινηματογράφου» και του «Θιάσου». Το σενάριο της «Αλλης θάλασσας» (τίτλος δανεισμένος από ποίημα του Σεφέρη) αναφέρεται στην κρίση της σημερινής Ελλάδας, κρίση πολυεπίπεδη, σύνθετη, πρωτόγνωρη. Μια πρώιμη γραφή επικεντρωνόταν στο μεγάλο πρόβλημα των μεταναστών και σχετιζόταν λίγο ώς πολύ με όσα συνέβησαν στην Πάτρα. Πλην όμως η κρίση που τότε άρχισε να ξεσπά, έκανε αυτόν τον τόσο ευαίσθητο στοχαστή των κοινωνικών καταστάσεων να στοχεύσει στο μείζον, στη διατύπωση δηλαδή της ίδιας της κρίσης, μέρος της οποίας είναι φυσικά και το μεταναστευτικό.

Οι πρωταγωνιστές, ένας πατέρας και η εικοσάχρονη κόρη του, εμπλέκονται ο καθένας με τον τρόπο του στα όσα συμβαίνουν, ο μεν ευυπόληπτος πατέρας στην παράνομη διακίνηση μεταναστών, η δε κόρη του στην με κάθε τρόπο υποστήριξή τους. Οι προσπάθειες κάποιων νέων να ανεβάσουν την «Οπερα της πεντάρας» δεν καρποφορούν, ενώ μια εντολή δολοφονίας και μια αυτοκτονία κορυφώνουν το τραγικό, και εξαιρετικό νομίζω, αυτό σενάριο.

Ο τρόπος που ο Αγγελόπουλος έγραψε το σενάριο αυτό ήταν για μένα μια μεγάλη διδαχή, παρότι έχω δεκαετίες στη λογοτεχνία. Η προσήλωσή του σ’ αυτό τον σκοπό, η ανοικτή συζήτηση, οι ευαίσθητες κεραίες του για όσα συμβαίνουν γύρω μας, ο τρόπος που η βαθιά του μόρφωση υποστήριζε τη σκηνοθετική του οπτική και τα σκηνοθετικά του ευρήματα, όλα αυτά, κυρίως όμως το γράψιμο και το ξαναγράψιμο και η εξαντλητική επεξεργασία του κειμένου του (γύρω στις εκατό φορές για το συγκεκριμένο) μου έδειξαν πάρα πολλά, γι’ αυτό και τον ευγνωμονώ.

Δεν θα αποσιωπήσω, ωστόσο, τις τρομακτικές οικονομικές δυσκολίες που συνάντησε στην Ελλάδα που σήμερα κλαίει και οδύρεται για τον χαμό του, προκειμένου να γυρίσει αυτό το πολύ πυκνό σενάριο, όταν οι επιχορηγήσεις στα κόμματα αυξήθηκαν φέτος, όταν οι υπάλληλοι της Βουλής πήραν δέκατο τέταρτο και δέκατο πέμπτο μισθό. Η ταινία ξεκίνησε με λίγα χρήματα, αλλά με πείσμα.

Τη Δευτέρα το μεσημέρι, αφού πέρασα από το γραφείο του, πήγα για λίγο στο Ρεξ, όπου γινόντουσαν γυρίσματα. Ανταλλάξαμε δυο τρεις ζεστές κουβέντες. Το σενάριο είχε αρχίσει να γίνεται ταινία. Ποιος να υπέθετε ότι σε είκοσι εννέα ώρες ο πιο σπουδαίος έλληνας σκηνοθέτης, ο καλός φίλος, θα άρχιζε το τελευταίο του ταξίδι…

Δημήτρης Μυταράς

Ακαδημαϊκός και ζωγράφος,

φίλος του από το Παρίσι

Η υπόσχεση

είναι υπόσχεση

Το Παρίσι στα χρόνια της δικτατορίας ήταν ο τόπος που με έφερε κοντά με τον Θόδωρο Αγγελόπουλο. Μέναμε και οι δυο στο Fondation Hellenique (σ. σ. ελληνική εστία). Εκείνος έκανε μαθήματα κινηματογράφου κι εγώ σκηνογραφίας. Κάναμε παρέα και πολλές φορές δουλεύαμε μαζί για να βγάλουμε ένα χαρτζιλίκι. Κολλάγαμε αφίσες, γραμματόσημα σε προσκλήσεις του πανεπιστημίου, στήναμε τραπέζια για τα garden parties. Πηγαίναμε στην υπεύθυνη για αυτές τις δουλειές, τη μαντάμ Τομάς κι εκείνη μας έδινε κάτι να κάνουμε για να βγάλουμε κάνα φράγκο. Κάποια στιγμή ο Θόδωρος δεν μπορούσε να πληρώσει τα δίδακτρα. Και για να μην τα παρατήσει πούλησε ό,τι είχε και δεν είχε. Δίσκους, κασετόφωνα, κάποια μουσικά όργανα… Τα πάντα. Με είχε συγκλονίσει η κίνησή του αυτή.

Οταν επιστρέψαμε στην Ελλάδα δεν είχαμε μεγάλη επαφή. Πρόσφατα μίλησα με κάποιους φίλους που ήταν συνεργάτες του στα γυρίσματα και τους είπα να τον ρωτήσουν αν γνωρίζει κάποια μαντάμ Τομάς. Εξεπλάγη όταν τον ρώτησαν. Και όταν έμαθε ποιος τους είχε μιλήσει για τη μαντάμ Τομάς με πήρε τηλέφωνο. Πρέπει να ήταν πέντε ή έξι μέρες πριν από το τραγικό και άδικο τέλος του. Θυμηθήκαμε τα παλιά, του είπα ότι χαίρομαι που δουλεύει ακόμη για τη δόξα της Ελλάδας… Κι εκείνος μου εκμυστηρεύτηκε ότι είχε έργα όλων των ζωγράφων από εκείνη την παρέα του Παρισιού, από τον Τσαρούχη, τον Φασιανό, αλλά όχι δικό μου. Του υποσχέθηκα να του στείλω ένα. Δεν πρόφτασα. Η υπόσχεση όμως είναι υπόσχεση. Γι’ αυτό και αποφάσισα το έργο που δεν πρόλαβα να του χαρίσω, να το δωρίσω εις μνήμην του στην Εθνική Πινακοθήκη.

Μάνια Παπαδημητρίου

Ηθοποιός, έπαιξε στην ταινία

«Το βλέμμα του Οδυσσέα» (1995)

Το βλέμμα

των βλεμμάτων

Βαλκάνια, 1994. Τον παρατηρούσα. Τον περιεργαζόμουν. «Ποιος είναι αυτός ο ιδιότροπος θεός; Που δεν δίνει σημασία στα καθημερινά, μόνο κάνει υπολογισμούς για μακρινές διαδρομές στα βάθη των τοπίων, για πίνακες ζωγραφικής μέσα σε ομίχλη;». Κοιτούσα τους εγκαταλειμμένους δρόμους των πόλεων. Τα κλειστά μαγαζιά. Τα ξεφτισμένα κτίρια. Τους θλιμμένους ανθρώπους. Κοιτούσα τη φτώχεια γύρω μου. Εμείς τότε, δολάρια ή μάρκα. Κοιτούσα τον αμερικανό πρωταγωνιστή. Τον Αγγελόπουλο. Εμένα να τους κοιτάζω. Στην ταινία ήταν όλα εκεί. Ολα τα βλέμματα μέσα στο δικό του. Ολη η γεύση της οδύνης. Το χρώμα της απελπισίας, για το πόσο έρμαια είμαστε στα χέρια της Ιστορίας. Γιατί να έχουν συμβεί όλα αυτά; Γιατί να γκρεμιστεί έτσι μια χώρα;

Εκεί, στο τρίτο μέρος του «Οδυσσέα», με κέρδισε ο Αγγελόπουλος για πάντα. Βομβαρδισμένο Μόσταρ (το Σαράγεβο της ταινίας). Ηθελα η μηχανή να πηγαίνει όσο γίνεται πιο αργά, να προλαβαίνω να σκέφτομαι. Αποκορύφωμα, η σκηνή στην ομίχλη. Η οθόνη γεμίζει χιόνι. Μόνο ακούς. Εκείνο τον καιρό είχε γεμίσει το κεφάλι μας από ειδησεογραφικές εικόνες που άλλαζαν σε τέτοιους ρυθμούς, που κινδύνευες να θεωρήσεις τη διάλυση της διπλανής μας χώρας «βαρετή επικαιρότητα». Η ταινία, βάλσαμο στη σκέψη. Θυμήθηκα τότε τα βλέμματα ένα ένα. Τα δικά μας και των άλλων. Των Βαλκανίων επάνω στους Ελληνες (ευημερούσαν τότε) και των Ελλήνων στους Αμερικανούς (ηγεμόνευαν τότε). Και θυμάμαι τα λόγια του: «Μην κινείσαι τόσο γρήγορα, Μάνια. Δεν προλαβαίνει το πλάνο να καταγράψει τόσο νευρικό ρυθμό».

Μας έμαθαν να βιαζόμαστε και να θαυμάζουμε το «γρήγορο» γυαλιστερό μοντέλο. Να βιαζόμαστε να προλάβουμε κάτι που μας πάει στον γκρεμό; Υπάρχει επιστροφή; Η φύση είναι αργή. Ο χρόνος όμως της δύσης τόσο λίγος! Αν δεν προλάβεις να τραβήξεις το πλάνο σε μία φορά, τότε πάει, έχασες. Οταν αποφασίσει να νυχτώσει, νυχτώνει μονομιάς. Ετσι έφυγε ο σκηνοθέτης. Μονομιάς. Και μείναμε να απορούμε.

«Πέθανε; Είσαι σίγουρη; Διάβασέ το άλλη μια φορά στο Ιντερνετ. Μπορεί να έχεις κάνει λάθος!».

Λάκης Παπαστάθης

Σκηνοθέτης, στενός φίλος του

Μιλώντας

με τη σιωπή

Γνώριζα τον Θόδωρο Αγγελόπουλο από το 1965, προτού καν διαμορφωθεί αυτό που αργότερα ονομάστηκε Νέος Ελληνικός Κινηματογράφος. Θυμάμαι ότι δούλευε και ως κριτικός κινηματογράφου στην εφημερίδα «Δημοκρατική Αλλαγή». Από τότε ξεχώριζε, ήταν ηγετική φυσιογνωμία και φαινόταν αποφασισμένος να διαβεί τον δρόμο που τελικά διάβηκε. Θυμάμαι που στη χούντα πηγαίναμε σε κάποιες ταινίες που διέλυαν οι αστυνομικοί. Τη δεκαετία του 1970 η παρουσία του ήταν πολύ σημαντική, συνέβαλε στη λεγόμενη «γλωσσολογική αναζήτηση» του ελληνικού κινηματογράφου.

Τον θυμάμαι συχνά και στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης – ενδιαφερόταν αληθινά για τον κινηματογράφο, συζητούσε για τις ταινίες. Στη δική μου τελευταία ταινία, το «Ταξίδι στη Μυτιλήνη», όταν ο Θόδωρος ήρθε να τη δει στον Απόλλωνα, θυμάμαι τη σιωπή μας όταν ήρθε να με χαιρετήσει. Κοιταχτήκαμε σιωπηλοί για αρκετή ώρα, κάτι που ήταν όμως πολύ «ομιλητικό» για μένα. Οταν έμαθα τον θάνατό του, σκέφτηκα πόσο τραγική σύμπτωση ήταν η πρώτη του ταινία για τους Forminx και η τελευταία να μείνουν ημιτελείς. Εστω κι έτσι, όμως, θα ήθελα να δω ό,τι γυρίστηκε από την τελευταία. Οπως και να έχει, η διεθνής πορεία του μας κάνει να ξεχνάμε ότι ο Θόδωρος Αγγελόπουλος μίλησε για την Ελλάδα. Νομίζω ότι τους Ελληνες που σήμερα πενθούν καλό θα ήταν το πένθος να τους κάνει να δουν ξανά τις ταινίες του, με το μυαλό τους, με το πνεύμα και την ψυχή τους. Κάτι τέτοιο θα τον έκανε ευτυχισμένο. Και είναι σημαντικό να καταλάβουμε ότι είτε για να τον αγαπήσεις είτε για να τον απορρίψεις πρέπει να διευρύνεις το πνεύμα σου, πρέπει εσύ να γίνεις καλύτερος. Αυτό δείχνει από τι μέταλλο ήταν φτιαγμένος.

Αλεξάνδρα Αϊδίνη

Ηθοποιός, πρωταγωνίστρια στo «Λιβάδι που δακρύζει» (2004)

Ενα ποτήρι νερό

Την πρώτη φορά που τον γνώρισα καλά ήταν στο τέλος των προετοιμασιών για το «Λιβάδι που δακρύζει», αρκετά πριν αρχίσουν τα γυρίσματα της ταινίας, κάπου στα τέλη του 2001. Μπορεί και να ήταν στις αρχές της επόμενης χρονιάς, πάντως σημασία έχει ότι έως τότε με δοκίμαζε διαρκώς. Ωσπου στο τελευταίο στάδιο των προετοιμασιών, ενώ η αγωνία μου είχε κορυφωθεί, με έβαλε να κάνω μια σκηνή, έναν «μονόλογο» από την ταινία, στον οποίο η πρωταγωνίστρια, η Ελένη, αφού έχει χάσει το παιδί της, παραμιλάει στον ύπνο της. Δεν μου έδωσε κάποια οδηγία, δεν μου ζήτησε κάτι πολύ συγκεκριμένο· κάθησε στο γραφείο του και με άφησε να κάνω ό,τι πίστευα.

Φυσικά και είχα απίστευτο τρακ, έπρεπε όμως να το κάνω και το έκανα. Και όταν τα λόγια μου τελείωσαν, ο Θόδωρος Αγγελόπουλος δεν είπε απολύτως τίποτα. Μόνο με κοίταξε για λίγο, σηκώθηκε έτσι αυστηρός και σοβαρός που ήταν και πήγε και μου έφερε ένα ποτήρι νερό. Μου έδωσε να το πιω, πάλι χωρίς να μου αποκαλύψει κάτι. Η αυστηρότητά του όμως είχε αποκαλύψει τη γλύκα που είχε μέσα της.