Δεκατρία ντοκιμαντέρ, το καθένα και μια ψηφίδα του αστικού μωσαϊκού, που θαμπώνει και ξεφτίζει ραγδαία καθώς χάνεται το λούστρο της ελπίδας και κρατάει μόνο την ανάμνηση των ανθρώπινων συστατικών που το έδεσαν στο πέρασμα του χρόνου.

Η ιδέα και η επίβλεψη της σειράς «Docville» (ΕΤ1, Τετάρτη ή όποτε το επιτρέψουν οι στάσεις εργασίας της ΕΡΤ) ανήκει στον Μάρκο Γκαστίν. Οι δεκατρείς σκηνοθέτες που αναλαμβάνουν το «ψυχογράφημα» των μικρών αστικών χώρων, θυμίζοντας εκείνη την γκονταρική παράδοση του cinema du reel, ενώνουν τη «ματιά» τους σε αυτή τη σύνθεση της σύγχρονης πραγματικότητας της ελληνικής πόλης καταγράφοντάς τη σαν μικροϊστορία της εποχής.

Κάθε χώρος και οι πρωταγωνιστές του. Κάθε πρωταγωνιστής και από μια προσωπική ιστορία που συνθέτει στο τέλος την εικόνα όσων συνέβησαν τις δυο δεκαετίες που άλλαξαν τον τόπο, με το πικρό τους φινάλε.

Το πρώτο φιλμ στέκεται σε μια μικρή αθηναϊκή γειτονιά, επιλέγει δυο μόνο χώρους – σταθμούς (αλλοτινούς) του καθημερινού παλμού της. Λίγα μέτρα απόσταση ο ένας από τον άλλον. Ενα μικρό κατάστημα με τροφές και αξεσουάρ για κατοικίδια και ένα ισόγειο μοδιστράδικο, από εκείνα που φύτρωσαν στις αθηναϊκές γειτονιές όταν τα φτηνά ετοιματζίδικα υποχρέωσαν τις τεχνίτριες της μοδιστρικής να αναλάβουν τις επιδιορθώσεις τους και να μαζεύουν τα χοντροκομμένα καλούπια του μαζικού ρούχου στα μέτρα του κάθε αγοραστή του.

Κάθε μαγαζάκι και ένα μικρό βασίλειο. Ξεπεσμένο. Αγωνίζεται να επιβιώσει. Δυο κυρίες του καθημερινού μόχθου δίνουν μάχη για να κρατήσουν τις δουλειές τους.

Είναι φανερό ότι από εδώ δεν πέρασε το μεγάλο πάρτι. Ο απόηχός του μόνο έφερε φρούδες ελπίδες στην απλοϊκή καθημερινότητα. Αυτή πληρώνει ακριβότερα. Οι δουλειές λιγοστές, το νοίκι απαγορευτικό και η «κοινή ανθρώπινη μοίρα» επιβάλλει τις δικές της απώλειες. Τον θάνατο αγαπημένου. Η μοδίστρα διηγείται τον πόνο του πένθους της για τον σύζυγο που έχασε πριν από λίγο καιρό στον μετανάστη πελάτη που μπαίνει στο μαγαζί. Μια κουβέντα συμπόνιας, ένα άγγιγμα. Η ανθρωπιά δεν έχει χρώμα και πατρίδα. Η ζωή είναι ακόμη εδώ.

Ο φακός τοποθετημένος στο εσωτερικό των μικρών καταστημάτων, πότε στο ένα και πότε στο άλλο, δεν διανύει ποτέ μεγαλύτερη απόσταση από το εξωτερικό τους πεζοδρόμιο, δίνοντας την αίσθηση του μικρού ορίζοντα της γειτονιάς και του αδιεξόδου των παγιδευμένων στα όριά της ανθρώπων.

Πέντε, δέκα ευρώ η είσπραξη. Και αυτή σπάνια. Στο κατάστημα με τις ζωοτροφές είναι ακόμη χειρότερα τα πράγματα, γιατί δεν υπάρχουν χρήματα για παραγγελίες. Οι πελάτες φεύγουν άπρακτοι και το ταμείο άδειο. Το καλοκαίρι δεν έχει σβήσει ακόμη. Ούτε οι ελπίδες.

Οι δυο γειτόνισσες έχουν ακόμη κουράγιο. Συναντιούνται. Τα λένε. Με ένα τσιγάρο για παρέα. Αντέχουν ακόμη. Διασκεδάζουν τη φτώχεια τους. Ισως μπορούν να κάνουν κάτι καινούργιο: «Δεν με χαλάει το πάλι από την αρχή. Δόξα τω Θεώ που υπάρχει πάλι η αρχή… Η ζωή έχει ανατροπές, κανείς δεν πάει χαμένος…».

Κάπου εδώ αφήνει ο φακός τις δυο κυρίες και τη γειτονιά για να επιστρέψει δυόμισι μήνες μετά για τη συνέχεια. Ισως είχε προλάβει να συμβεί το θαύμα. Οχι. Τίποτε τέτοιο. Οι δυο κυρίες μαζεύουν σε κούτες ό,τι απόμεινε από τις μικροεπιχειρήσεις τους. Κούτες στο πεζοδρόμιο και ανάμεσά τους τα αγαπημένα τους κατοικίδια, τα μόνα με αστείρευτη ζωντάνια.

Ολόκληρη η πικρή αλήθεια της ζωής βρίσκεται στο τελευταίο πλάνο αυτής της πρώτης ιστορίας με τη φιγούρα της μοδίστρας καθώς χάνεται στο σιωπηλό, έρημο βάθος του σκοτεινού, αθηναϊκού στενού, κουβαλώντας, με το στωικό κουράγιο εκείνου που ξέρει πως όσο ανασαίνει ο αγώνας θα συνεχίζεται, τα απομεινάρια μιας μικρής επιχείρησης είκοσι χρόνων. Μια ολόκληρη ζωή με ελπίδα. Ωσπου χάθηκε και αυτή.