Σύμφωνα με το Σύνταγμα το κράτος υποχρεούται να ενισχύει οικονομικά τα πολιτικά κόμματα, προεκλογικά αλλά και για τις τρέχουσες λειτουργικές δαπάνες τους. Η ενίσχυση αυτή υποδηλώνει ότι τα κόμματα οφείλουν να αντλούν μέρος των εξόδων τους από ιδιωτικούς πόρους (εισφορές, δωρεές) και να επιχορηγούνται από το κράτος με κριτήριο τη δύναμή τους. Η επιλογή του συντακτικού νομοθέτη να ενισχύει τα κόμματα με δημόσιο χρήμα απορρέει από την αρχή της παροχής ίσων ευκαιριών συμμετοχής τους στη δημόσια ζωή υπό συνθήκες ανεξαρτησίας έναντι ιδιωτών χρηματοδοτών, επιρροή που θεωρείται ότι θα νοθεύσει τους κανόνες του δημοκρατικού παιχνιδιού.

Στην πράξη η ισχύουσα νομοθεσία (ν. 3023/2002) ενισχύει το υπάρχον σύστημα αποκλείοντας τη χρηματοδότηση νέων κομμάτων, παρέχει σταθερούς πόρους στα «ιστορικά» κόμματα και πρακτικά δεν εφαρμόζει το νόμο ως προς το σκέλος των δαπανών, καθώς η επιτροπή αδυνατεί να ελέγξει όποια στοιχεία τής προσκομίζονται. Με βάση τα παραπάνω δεν είναι τυχαίο ότι τα κόμματα έχουν μετατραπεί σε προβληματικές δημόσιες επιχειρήσεις με ελλειμματικούς προϋπολογισμούς, αδιαφάνεια στη διαχείριση των πόρων τους, υπερβολικό και προνομιακό τραπεζικό δανεισμό (με εξαίρεση τον ΛΑΟΣ) και δεσμευμένες τις κρατικές επιχορηγήσεις των επόμενων ετών. Είναι απορίας άξιο, με δεδομένη και τη μεγάλη πτώση, σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις, του ποσοστού ΠΑΣΟΚ και ΝΔ, η τραπεζική δανειοδότηση από την Τράπεζα Αττικής της ΝΔ με εγγύηση μελλοντικών επιχορηγήσεων από τον προϋπολογισμό. Σε ποιες αρχές χρηστής τραπεζικής διαχείρισης υπακούει η συγκεκριμένη ενέργεια όταν το κόμμα χρωστάει ήδη πάνω από 120 εκατομμύρια ευρώ (περίπου 115 το ΠΑΣΟΚ, 5 το ΚΚΕ και 7 ο ΣΥΡΙΖΑ) και όταν η ρευστότητα των τραπεζών είναι περίπου ανύπαρκτη;

Πώς τα παραπάνω κόμματα με τις πολυτελείς προεκλογικές εκστρατείες και τις μετακινήσεις των κομματικών οπαδών θα πείσουν για τη σοβαρότητα της διαχειριστικής τους επάρκειας, όταν είναι καταχρεωμένα στις τράπεζες; Αλλά και πώς θα αρνηθούν οι τράπεζες την ενίσχυση της ιδιωτικής οικονομίας και των λιμοκτονούντων επιχειρήσεων, λόγω έλλειψης ρευστότητας, όταν δανειοδοτούν τους πλέον αναξιόχρεους των δανειζομένων – τα κόμματα;

Η μόνη εξήγηση είναι ότι οι «πολιτικές» αυτές δανειοδοτήσεις από τις διοικήσεις των τραπεζών γίνονται διότι οι τελευταίες προσβλέπουν σε ανταλλάγματα. Ετσι όμως διαιωνίζεται ένα φαύλο καθεστώς συναλλαγών που στρεβλώνει την αγορά, υπονομεύει τον υγιή ανταγωνισμό και ενισχύει τη διαχειριστική σπατάλη των κομμάτων. Αν σε αυτή τη θολή εικόνα προσθέσουμε τον αναποτελεσματικό έλεγχο της ιδιωτικής χρηματοδότησης κομμάτων και υποψηφίων από την κρατικοδίαιτη επιχειρηματικότητα, μην απορούμε γιατί την κατάρρευση των δημόσιων οικονομικών ακολουθεί η κατάρρευση του πολιτικού συστήματος.

Ο Παναγιώτης Μαντζούφας είναι επίκουρος καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου στο ΑΠΘ