Εδώ και χρόνια η φεμινιστική θεωρία επέμενε ότι ο όρος care (που μπορεί να αποδοθεί ως φροντίδα, μέριμνα, νοιάξιμο, προσοχή, επιμέλεια, ακόμη και θεραπεία) οφείλει να αξιολογηθεί σωστά. Πηγαίνοντας ένα βήμα παραπέρα, η αμερικανίδα καθηγήτρια Πολιτικής Θεωρίας Τζόαν Τρόντο ισχυρίζεται ότι ο όρος συνιστά ένα είδος εφαλτηρίου που ενδέχεται να ενεργοποιήσει την πολιτική ηθική. Με άλλα λόγια, η συγγραφέας ισχυρίζεται ότι η κοινωνική δικαιοσύνη και η ισότητα όπως τις ζήσαμε καθ’ όλη την διάρκεια του 19ου και του 20ού αιώνα έφτασε η ώρα να εμπλουτισθούν με μια περισσότερο προσωπική εμπλοκή στα πράγματα. Οι θεωρούμενες «γυναικείες» έννοιες της συμπόνιας, του συναισθήματος ή της στοργής οφείλουν να διευρύνουν τη σφαίρα της προσωπικής ηθικής, επεκτείνοντάς την προς τον δημόσιο χώρο.

Η αγγλοσαξονική παράδοση βρίθει από έννοιες που επιχειρούν να εξηγήσουν τον κόσμο σε μια δεδομένη ιστορική στιγμή με μια λέξη-κλειδί. Το «τέλος της Ιστορίας» λ.χ., η έννοια της «εμπιστοσύνης» ως ερμηνευτικού κλειδιού της λειτουργίας των αγορών και συνεπώς των κοινωνιών ή ο ευφυής όρος «βιώσιμη» (ή αυτοσυντηρούμενη ή αειφόρος) ανάπτυξη έχουν συχνά παγιδεύσει το συλλογικό φαντασιακό. Η αξία παρόμοιων όρων είναι – όπως θα έλεγε ο Καρλ Πόπερ – ότι γεννούν έναν δημόσιο διάλογο ικανό εντέλει να διαρρήξει τα τοιχώματα της παραδοσιακής πολιτικής αναπροσανατολίζοντάς την.

Ετσι και η μέριμνα (care). Η συγγραφέας την ορίζει ως μια δραστηριότητα που περιλαμβάνει όλα όσα κάνουμε για τη διατήρηση, τη συνέχιση και την επανόρθωση του «κόσμου» μας ώστε να ζούμε εντός του όσο καλύτερα γίνεται.

Ετσι ιδωμένη, η μέριμνα δεν είναι διόλου περίεργο που άρχισε να προκαλεί έντονο πολιτικό ενδιαφέρον. Ειδικά στη Γαλλία έχει ξεκινήσει ευρύς διάλογος στο πλαίσιο του Σοσιαλιστικού Κόμματος, αλλά και σε κύκλους διανοουμένων, καθώς γίνεται εμφανές ότι οι κοινωνίες οφείλουν πια να οχυρωθούν απέναντι στο χειρότερο. (Μακάρι κάτι τέτοιο να άρχιζε και στα μέρη μας, όπου ο πολιτικός μας βίος περί άλλα τυρβάζει.) Το κράτος, συντεθλιμμένο ανάμεσα στο παγκόσμιο και στο τοπικό, αδυνατεί να παράσχει όσα η σοσιαλδημοκρατική εποχή είχε υποσχεθεί. Οι φτωχοί και οι κοινωνικά αποκλεισμένοι αυξάνονται, παρά τους θυλάκους εντατικής ανάπτυξης που παρατηρούνται σε όλο και περισσότερες πρώην τριτοκοσμικές χώρες. Ωστόσο η ραγδαία αστικοποίηση, το ξερίζωμα από τις αγροτικές κοινότητες που παρείχαν ένα δίχτυ ασφαλείας, τα μεταναστευτικά κύματα, οι οικολογικές καταστροφές, που πλήττουν ακόμη και τον ανεπτυγμένο κόσμο, καλούν για ένα νέο μείγμα κοινωνικών πολιτικών που υπερβαίνει τις δυνατότητες του ούτως ή άλλως υπερχρεωμένου κράτους. Και εδώ η μέριμνα καλείται να παίξει έναν αποφασιστικό ρόλο, κυρίως στη Δύση όπου η γήρανση του πληθυσμού σε συνδυασμό με τη δραματική υποχώρηση του δημόσιου χώρου καθιστούν την αυτενέργεια απολύτως επιτακτική.

Προσοχή όμως. Η συγγραφέας, κινούμενη με άνεση μεταξύ ηθικής φιλοσοφίας και πολιτικής, δεν μας καλεί σε ένα νέο είδος φιλανθρωπίας. Διευρύνοντας τη σφαίρα της προσωπικής ηθικής ώστε να την καταστήσει δημόσια, μπαίνει στα χωράφια του πολιτικού πράττειν. Νεαρά συλλογικά υποκείμενα οφείλουν να αναδειχθούν, τα οποία αντλώντας από τη γυναικεία εμπειρία της μέριμνας θα νοηματοδοτήσουν την πολιτική πράξη με ένα νέου τύπου ανθρωπιστικό περιεχόμενο.

Σε αυτή της την προσπάθεια κινείται με άνεση από τον Αριστοτέλη ως τη Χάνα Αρεντ και τον Φουκό, καλώντας σε έναν αναπροσδιορισμό του πολιτικού, της κοινωνικής ευημερίας και των αναγκών, αλλά και της ευπάθειας συγκεκριμένων κοινωνικών ομάδων.