Οι εφαρμοζόμενες πολιτικές στην Ελλάδα τα τελευταία τρία χρόνια, 2009-2011, που εμπεριέχονται στο Μνημόνιο 1 και στο Μεσοπρόθεσμο Πρόγραμμα 2012-2015 (Μνημόνιο 2), είναι κυρίως συνυφασμένες με τους στόχους της πλήρους απαξίωσης της εργασίας και της ελεγχόμενης απαξίωσης του κεφαλαίου και των επιχειρήσεων.

Η πολιτική χορήγησης δανείων προς την Ελλάδα (Σύνοδος Κορυφής της 21ης Ιουλίου 2011), που στόχευε ανεπιτυχώς στη μείωση του δημόσιου ελλείμματος, επιβεβαιώνει την αποτυχία της εφαρμοσμένης πολιτικής (Μνημόνιο 1 και 2) και, ταυτόχρονα, διευρύνει τον κίνδυνο παράτασης της ύφεσης κατά το 2012, δεδομένης της συνέχισης των πολιτικών λιτότητας, της πλήρους απορρύθμισης των εργασιακών σχέσεων και του συστήματος των συλλογικών διαπραγματεύσεων και συμβάσεων εργασίας, των ιδιωτικοποιήσεων, της εμπορευματοποίησης της δημόσιας περιουσίας και της αύξησης της ανεργίας. Η συμφωνία της 27ης Οκτωβρίου 2011, με τη μείωση κατά 50% του ελληνικού ιδιωτικού χρέους (205 δισ. ευρώ) συμπεριλαμβανομένων και των ομολόγων του ελληνικού Δημοσίου που κατέχουν (24 δισ. ευρώ) τα ασφαλιστικά ταμεία και του νέου δανείου των 130 δισ. ευρώ, εμπεριέχει μέτρα (Μνημόνιο 3) περαιτέρω επιδείνωσης του βιοτικού επιπέδου, των μισθών, των συντάξεων και γενικότερα των κοινωνικών δικαιωμάτων, προσδοκώντας τη μείωση του δημόσιου χρέους από 157,7% του ΑΕΠ το 2011 σε 120% του ΑΕΠ το 2020.

Παράλληλα, αναθεωρείται η διαδοχική ανεπιτυχής πρόβλεψη επιστροφής της ελληνικής οικονομίας στις αγορές από το 2012 (Μνημόνιο 1), το 2014 (Μνημόνιο 2) και το 2021 (Μνημόνιο 3).

Είναι χαρακτηριστικό ότι οι προβλέψεις αυτές καθίστανται επισφαλείς ως προς την επίτευξή τους, παρά τη δεκαετή λιτότητα που θα υποστούν οι μισθωτοί και οι συνταξιούχοι και την πιστωτική ασφυξία που επί μία δεκαετία θα υποστεί η πραγματική οικονομία της χώρας μας. Στην ουσία αποτελεί μια μη λειτουργική λύση που εμπεριέχει τον κίνδυνο η ελεγχόμενη χρεοκοπία να μετεξελιχθεί σε ανεξέλεγκτη, λαμβάνοντας υπόψη και την επερχόμενη δεύτερη φάση βαθύτερης ύφεσης που απειλεί την ευρωπαϊκή οικονομία κατά την τρέχουσα δεκαετία. Και τούτο γιατί έχει αποκλειστεί από τη συμφωνία η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα «ως μοναδική πηγή απεριόριστης στήριξης», προσφέροντας νέους και περισσότερους πόρους στον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Χρηματοδοτικής Σταθερότητας (EFSF).

Με άλλα λόγια, η συμφωνία αυτή στην ουσία επιδιώκει ανεπιτυχώς τη δημιουργία «αντιπυρικής ζώνης» για τις τράπεζες και την ελληνική οικονομία, προσδοκώντας να καταστεί το ελληνικό δημόσιο χρέος βιώσιμο (αιτιολόγηση των δανειοδοτήσεων από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο).

Ομως, το ερώτημα που προκύπτει είναι πώς θα μετεξελιχθεί το δημόσιο χρέος στην Ελλάδα σε βιώσιμο κατά τη δεκαετία 2010-2020, όταν ο ρυθμός αύξησης του ΑΕΠ, σύμφωνα με τις προβλέψεις της τρόικας, θα είναι μικρότερος από το επίπεδο του επιτοκίου δανεισμού, η πιστωτική ασφυξία θα περιορίσει τις δημόσιες και τις ιδιωτικές επενδύσεις, τα μέτρα λιτότητας και η ανεργία θα συρρικνώσουν ακόμη περισσότερο τις καταναλωτικές δαπάνες;

Στο βάθος αυτής της δεκαετίας, η Ελλάδα μετά την Ελλάδα θα χαρακτηρίζεται από αναδιάρθρωση του παραγωγικού προτύπου σε νέα βάση, με νέους όρους: αποκατάστασης του κέρδους και των αποδόσεων του κεφαλαίου, εργασίας χωρίς δικαιώματα, επιδείνωσης του βιοτικού επιπέδου κατά 50%, διεύρυνσης της εμπορευματοποίησης των δημόσιων αγαθών, συρρίκνωσης των κοινωνικο-οικονομικών υποδομών κ.λπ.

Κατά συνέπεια, στον ορίζοντα αυτής της προοπτικής, το ζητούμενο για την ελληνική οικονομία και κοινωνία συνίσταται στην αναγκαιότητα ανασυγκρότησης της παραγωγικής και κοινωνικής βάσης της χώρας, σε όρους «Μετα-Διαφωτισμού», με την έννοια της αποκατάστασης με σύγχρονους όρους του κοινωνικού συμβολαίου και της κυριαρχίας των δημόσιων πολιτικών στην παραγωγική – τεχνολογική ανασυγκρότηση της χώρας και της αναδιανομής του εισοδήματος.

Ο Σάββας Γ. Ρομπόλης είναι καθηγητής του Παντείου Πανεπιστημίου και επιστημονικός διευθυντής

του Ινστιτούτου Εργασίας ΓΣΕΕ – ΑΔΕΔΥ