Η αύξηση της ανεργίας κατά την περίοδο εφαρμογής του προγράμματος λιτότητας και ύφεσης (2009 – 2011) και η προβλεπόμενη αύξησή της κατά το 2012, σε επίπεδα όπου η πραγματική ανεργία θα ξεπεράσει το 1 εκατ. άτομα, οδήγησε τους εκπροσώπους της τρόικας σε έντονες πιέσεις παράτασης των πολιτικών εσωτερικής υποτίμησης, αντί σε αλλαγή και ριζική αντικατάσταση του νεοφιλελεύθερου μείγματος οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής. Με άλλα λόγια, η τρόικα επέμεινε να αποδείξει το αλάνθαστο μιας ουσιαστικά και αποδεδειγμένα λανθασμένης πολιτικής, που παρατείνει την ύφεση και την καθίζηση της παραγωγικής και κοινωνικής βάσης της χώρας. Ετσι, τα οικονομικά και κοινωνικά αδιέξοδα στην ελληνική οικονομία και κοινωνία πολλαπλασιάζονται και οι στόχοι του προγράμματος δεν επιτυγχάνονται, με αποτέλεσμα τα βασικά οικονομικά και κοινωνικά μεγέθη στην Ελλάδα να έχουν υποχωρήσει, μέσα σε δύο χρόνια, κατά μία δεκαετία.

Στο πλαίσιο αυτό, αξίζει να σημειωθεί ότι η πρόσφατη άφιξη των εκπροσώπων της τρόικας στην Ελλάδα δεν περιορίζεται στην αξιολόγηση υλοποίησης του προγράμματος λιτότητας, αλλά εκτείνεται στην κατάθεση πρόσθετων και μονομερών προτάσεων ευελιξίας της εργασίας και μείωσης των μισθών, ακόμη και αυτών των κατώτατων ορίων προκειμένου, κατά την θεώρησή τους, να αντιμετωπιστεί η ανεργία και να βελτιωθεί το επίπεδο ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας.

Η πραγματικότητα στην ελληνική οικονομία όμως είναι εντελώς διαφορετική. Και ως μη ανταποκρινόμενη στις προσεγγίσεις και τις αντιλήψεις των εκπροσώπων της τρόικας, τα μέτρα για εμβάθυνση της ευελιξίας και περαιτέρω μείωση των μισθών, εκτός από τις κοινωνικές τους συνέπειες (αγοραστική δύναμη μειωμένων κατώτατων μισθών σε επίπεδα πριν από το 1980), δεν θα έχουν τα αναμενόμενα αποτελέσματα. Από την άποψη αυτή είναι χαρακτηριστικό ότι στην ελληνική οικονομία η μείωση των πραγματικών μισθών κατά 11,5% στο σύνολο της οικονομίας και κατά 9,2% στον ιδιωτικό τομέα τη διετία 2010-11, καθώς και η εμβάθυνση της ευελιξίας της εργασίας δεν συνοδεύτηκαν από μείωση ή σταθεροποίηση αλλά από διπλασιασμό του ποσοστού ανεργίας κατά την τελευταία διετία (ΙΝΕ/ΓΣΕΕ – ΑΔΕΔΥ, 2011).

Η παρατήρηση αυτή σημαίνει ότι η μείωση των μισθών την τελευταία τριετία στην Ελλάδα συνέβαλε, μεταξύ των άλλων, στην ύφεση και τον διπλασιασμό του ποσοστού ανεργίας. Διερωτάται κανείς πώς μπορεί να αναμένεται η καταπολέμησή της, μέσω της μείωσης των κατώτατων ορίων μισθών και ημερομισθίων. Ειδικότερα, είναι ενδιαφέρον να τονιστεί ότι η μείωση των κατώτατων ορίων μισθών και ημερομισθίων (Ν. 3845/10) για νέους κάτω των 25 ετών στο 80% του κατώτατου μισθού και στο 70% του κατώτατου μισθού της ΕΓΣΣΕ (Εθνικής Γενικής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας) για νέους εργαζομένους 15-18 ετών, εκτός από την παραβίαση της συνδικαλιστικής ελευθερίας, της συλλογικής αυτονομίας και του άρθρου 21 παράγρ. 3 του Συντάγματος (ΙΝΕ/ΓΣΕΕ – ΑΔΕΔΥ, 2011), δεν συνέβαλε στη μείωση της ανεργίας των νέων αυτής της ομάδας ηλικιών, η οποία αυξάνεται σημαντικά την τελευταία διετία.

Οσον αφορά το κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος στο σύνολο της ελληνικής οικονομίας αποδεικνύεται (ΙΝΕ/ΓΣΕΕ – ΑΔΕΔΥ, 2011) ότι κατά την περίοδο 1995 – 2009, συγκρινόμενο με το αντίστοιχο μέγεθος των 35 βιομηχανικών χωρών, αυξήθηκε συνολικά κατά περίπου 5%. Αυτό σημαίνει ότι κατά την αύξηση του σταθμισμένου κόστους εργασίας σε δολάρια (23%), το 18% οφειλόταν στις μεταβολές της ονομαστικής σταθμισμένης συναλλαγματικής ισοτιμίας, δηλαδή στην ανατίμηση του ευρώ, και μόνο 5% στις διεκδικήσεις των εργαζομένων για υψηλότερες αποδοχές. Παράλληλα, αποδεικνύεται ότι ενώ κατά τη διάρκεια της περιόδου 2009 – 2011 σημειώθηκε μείωση του μοναδιαίου κόστους εργασίας, τα περιθώρια κέρδους αυξήθηκαν. Αυτό σημαίνει ότι στις συνθήκες της ύφεσης στην Ελλάδα μόνο μικρό μέρος της μείωσης του κόστους εργασίας μετακυλίεται στις τιμές των προϊόντων και των υπηρεσιών.

Με άλλα λόγια, ο ισχυρισμός της τρόικας ότι η ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας επιδεινώθηκε την περίοδο 1995 – 2009 κατά -26,8% και τοποθετήθηκε στην 90ή θέση εξαιτίας των αυξήσεων των μισθών δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Για την επιδείνωση της ανταγωνιστικότητας τιμής, οι αυξήσεις των μισθών στην Ελλάδα ευθύνονται μόνο κατά μικρό μέρος, περίπου κατά το ένα πέμπτο.

Κατά συνέπεια, αποτελεί τουλάχιστον επιστημονικά αντιδεοντολογικό και πολιτικά αναποτελεσματικό να αλλοιώνεται η πραγματικότητα και να υποστηρίζεται ότι η μείωση των κατώτατων ορίων μισθών και η μείωση του κόστους εργασίας θα φέρουν μείωση της ανεργίας και βελτίωση του επιπέδου ανταγωνιστικότητας στη χώρα μας.

Ο Σάββας Ρομπόλης είναι καθηγητής του Παντείου Πανεπιστημίου, επιστημονικός διευθυντής στο Ινστιτούτο Εργασίας ΓΣΕΕ – ΑΔΕΔΥ