Ετσι έγινε το έγκλημα. Ετσι έφτασε η γενιά της «Αλλαγής» να σκοτώσει – ή να… αυτοκτονήσει – τα καλύτερα μυαλά της, τις πιο δημιουργικές δυνάμεις της, τις ίδιες της τις προσδοκίες. Αυτό μάς περιγράφει ο Νίκος Παναγιωτόπουλος στα «Παιδιά του Κάιν» (Μεταίχμιο), ένα μυθιστόρημα – αλληγορία για την τριακονταετία της ευημερίας, 1979-2009, και για τη «νέα τάξη των ευνοημένων του φαντασιακού σοσιαλισμού» που χαράμισαν τις ικανότητές τους.

Μέλος αυτής της γενιάς των 50άρηδων σήμερα, επιτυχημένος ως πεζογράφος («Το γονίδιο της αμφιβολίας», Πόλις 1999 κ.ά.) και σεναριογράφος («Οι απόντες» κ.ά.), ο Παναγιωτόπουλος επιστρέφει στο λογοτεχνικό προσκήνιο δίνοντας ένα ηχηρό χαστούκι σε αυτόν τον κόσμο που υπηρέτησε το εφήμερο, αλλά και σε όσους (όπως ο ίδιος – το παραδέχεται) επιδίδονταν μακάριοι στον σχολιασμό από μακριά.

Το μυθιστόρημά του αναπτύσσεται ως αστυνομική ιστορία γύρω από έναν ανεξιχνίαστο θάνατο, και σε ένα δεύτερο επίπεδο αυτοσχολιάζεται. Ο αναγνώστης παρακολουθεί μια παρέα που ξανασυναντιέται έπειτα από 30 χρόνια στην παραλία των πρώτων φοιτητικών διακοπών της, σε ένα νησί του Ιονίου. Εκεί, ο πιο επιτήδειος ανάμεσά τους έχει καταφέρει με διάφορα κόλπα να αναπαλαιώσει τον γκρεμισμένο μύλο – αλλοτινό ντεκόρ του νεανικού οίστρου τους, των ερώτων και των ανταγωνισμών τους. Στο τέλος της τριήμερης εκδρομής ωστόσο, και ενώ επιστρέφουν στο χωριό από ένα στενό μονοπάτι, ο παλιός «αρχηγός» τους, ο πιο προικισμένος αλλά και ο πιο διαφορετικός που κατέληξε γκαρσόνι στο τουριστικό ταβερνάκι της περιοχής, πέφτει από τον γκρεμό κάτω από αδιευκρίνιστες συνθήκες. Ατύχημα; Ηθελημένη βουτιά για λόγους τιμής; Ή φόνος από εκδίκηση για παλιούς λογαριασμούς; Ολες οι εκδοχές στέκουν αν συνεκτιμήσει κανείς την κρυφή ιστορία της παρέας που έρχεται σταδιακά στην επιφάνεια μέσα από αλλεπάλληλα πηγαινέλα της αφήγησης από το 1979 στο 2009• από τα λόγια, στις πράξεις και στις επιλογές τού κάθε χαρακτήρα• από τις χαυνωμένες προσδοκίες τους, στην αλαζονική πραγματικότητα η οποία θα καταλήξει αντιαισθητική και εντέλει επικίνδυνη για όλους.

Οι πρωταγωνιστές του Παναγιωτόπουλου παραπέμπουν στη γενιά που διαδέχθηκε την «ηρωική» γενιά του Πολυτεχνείου, σταδιοδρομώντας και πλουτίζοντας την εποχή της παντοδυναμίας του ΠΑΣΟΚ και της δικτατορίας του λαϊφστάιλ. Ηταν μια εποχή «ελλιπούς ιδεολογικής βαρύτητας», όπου η οικονομική ανάπτυξη λειτούργησε σαν ευρύχωρη κολυμβήθρα του Σιλωάμ. Μια εποχή που, καθώς λέει η Σοφία – η πέτρα του σκανδάλου της παρέας – «η μαγκιά αναδείχτηκε σε «δικαίωμα», η αρπαχτή βαφτίστηκε «κίνητρο», το θράσος και ο τσαμπουκάς «επαναστατικότητα» και η κομπίνα φανέρωνε «δημιουργικότητα»». Ο Παναγιωτόπουλος δεν μιλάει όμως γι’ αυτά από μια αριστερή σκοπιά όπως η κατά δέκα χρόνια μεγαλύτερή του Μάρω Δούκα στο «Εις τον πάτο της εικόνας» (Κέδρος 1990), ούτε ψυχογραφεί ιδεολογικά τους ήρωές του όπως ο Δημήτρης Νόλλας στο «Από τη μια εικόνα στην άλλη» (Καστανιώτης 2003), ούτε και τον απασχολεί η πολιτική αμφισβήτηση της «Αλλαγής». Εκείνος μπαίνει στο πετσί της γενιάς του ’80, την παρακολουθεί να διαμορφώνει την κυρίαρχη νοοτροπία ξοδεύοντας τα πλεονεκτήματά της, και μιλά για τη μετάλλαξή της και για τις δυνατότητές της που πνίγηκαν, όπως πνίγηκε ο Χρήστος. Αυτός είναι το σύμβολο τής χαμένης της αξιοπρέπειας. Χαρισματικός, ενθουσιώδης, ακέραιος, θα αφήσει το μαθηματικό ταλέντο του ανεκμετάλλευτο, θα δοκιμάσει ουσίες, θα φτάσει να σερβίρει τους πρώην «οπαδούς» του που σχεδόν θα του ζητήσουν ρέστα για την (θεωρούμενη ως) ήττα του, και στο τέλος θα βρεθεί στο κενό. Είχε άραγε νόημα η θυσία του; Ο συγγραφέας καλεί τον αναγνώστη να προβληματιστεί και να αναρωτηθεί: πώς είναι δυνατόν να εγκαταλείψει κανείς τόσο εύκολα τα όνειρά του; Πώς είναι δυνατόν να αφήσει τη ζωή του να έρθει τούμπα; Ή αλλιώς: πόσο φταίνε οι αδυναμίες των ηθοποιών και πόσο οι επιθυμίες του κοινού, για την παράσταση που δεν καταφέρνει να ξεπεράσει το επίπεδο της φάρσας;