Σε μια χώρα όπως είναι η Ελλάδα, όπου η πολιτική αρχίζει με τη δήθεν απευθείας σύνδεση με τα «λαϊκά αιτήματα» και από εκεί πηγαίνει προς τη γνώση του περιβάλλοντος, ο Νίκος Χριστοδουλάκης ακολούθησε τον αντίθετο δρόμο, αυτόν που από τη γνώση του περιβάλλοντος, των δυνατοτήτων του και την αναζήτηση λύσεων που αναλογούν σε αυτές τις δυνατότητες καταλήγει στα λαϊκά αιτήματα. Αυτό βεβαίως δεν τον κατέστησε ιδιαίτερα δημοφιλή, τον έκανε όμως ιδιαίτερα πολύτιμο για την πορεία ένταξης της χώρας στην ΟΝΕ και στα πρώτα βήματα προσαρμογής της Ελλάδας στις απαιτήσεις της νομισματικής ενοποίησης.

Ως συγγραφέας, στα βιβλία και τα άρθρα του κατορθώνει να συμπυκνώνει τις δύο ιδιότητές του, αυτήν του πολιτικού και αυτήν του επιστήμονα του εξειδικευμένου σε θέματα δημοσιονομικής πολιτικής, δημόσιου χρέους και οικονομικών προβλέψεων. Τούτο το καινούργιο βιβλίο του, το ολοκλήρωσε λίγες μόνο ημέρες πριν από τη τελευταία Σύνοδο των ευρωπαίων ηγετών, η οποία κατά κοινή ομολογία δίνει τις απαραίτητες ανάσες στη χώρα για να εξέλθει από την κρίση. Ο στόχος του εδώ είναι τριπλός. Να καταδείξει πώς φθάσαμε στη μεγάλη κρίση χρέους και ελλειμμάτων, ποια λάθη έγιναν κατά τη διαδικασία που μας οδήγησαν προς το Μνημόνιο και πώς θα μπορέσουμε να αποφύγουμε την επανάληψή τους στο μέλλον και, τέλος, τι μέτρα χρειάζεται να λάβει το πολιτικό μας σύστημα για να μπορέσει η χώρα να εξέλθει από τη συνολική κρίση.

Ακριβώς τα βήματα που μας οδήγησαν στην κρίση και τα μέσα που χρειάζεται να χρησιμοποιήσουμε για να «σώσουμε τον Τιτανικό», διαπραγματεύεται σ’ αυτό το βιβλίο. Κατ’ αρχάς ξεκινάει από την ανάλυση του διεθνούς περιβάλλοντος και υποστηρίζει πως η διεθνής κρίση του 2008 δεν ήταν κεραυνός εν αιθρία. Υπήρχαν πολλά αποτυπώματα της κρίσης στις αγορές. Η κρίση διαφάνηκε από τον Σεπτέμβριο του 2007 με την πτώση του δείκτη ρευστότητας στη διατραπεζική αγορά του Λονδίνου και κατέληξε με την κρίση των επισφαλών στεγαστικών δανείων στις ΗΠΑ. Αν όμως τα σημάδια της κρίσης δεν έγιναν εγκαίρως αντιληπτά στις διεθνείς αγορές, στην Ελλάδα η κρίση όχι μόνο δεν έγινε αντιληπτή από το πολιτικό μας σύστημα – εδώ θα προσέθετα πως μόνο ο Κώστας Σημίτης και ο Αλέκος Παπαδόπουλος προειδοποιούσαν γι’ αυτήν – αλλά ακριβώς τη διετία 2008-2009 υπήρξε η μεγαλύτερη δημοσιονομική χαλάρωση, η οποία οδήγησε τα ελλείμματα το 2008 στα 23 δισ. ευρώ και το 2009 στα 34 δισ. ευρώ. Σε αυτή τη διετία η Ελλάδα πρόσθεσε στο χρέος της 57 δισ. ευρώ. Αυτή είναι η αρχή που μας οδήγησε στο Μνημόνιο και το Μεσοπρόθεσμο και καλό είναι να μην το ξεχνάμε.

Ο συγγραφέας παρακολουθεί τη σταδιακή μείωση μετά το 2004 των πρωτογενών πλεονασμάτων, για να φθάσουμε στη διετία 2008-2009 όπου η δημόσια κατανάλωση εκτινάχθηκε και τα καθαρά έσοδα μειώθηκαν δραματικά. Αντίθετα όμως από τις εύκολες ερμηνείες που όλα τα αποδίδουν στα δημοσιονομικά ελλείμματα με την έκρηξη των καταναλωτικών δαπανών, ο Χριστοδουλάκης αν και επισημαίνει αυτήν την εξέλιξη, δεν μένει εκεί. Υποστηρίζει, αποφεύγοντας τους εύκολους λαϊκισμούς, πως το πρόβλημα δημιουργείται και από άλλους παράγοντες όπως είναι η πρωτοφανής διόγκωση του ελλείμματος στο Ισοζύγιο Πληρωμών και η ίδια η ύφεση, η οποία οδηγεί σε στάσιμο αρχικά και αρνητικό ΑΕΠ στη συνέχεια. Αυτές οι εξελίξεις εκτόξευσαν τη σχέση χρέους/ΑΕΠ και οδήγησαν τη χώρα στην παγίδα χρέους και ύφεσης.

Από αυτό το σημείο αρχίζει την κριτική του και στις πολιτικές που επέβαλαν η τρόικα και το Μνημόνιο. Θεωρεί πως αρχικά η χώρα μετά τον Οκτώβριο του 2009 θα μπορούσε προχωρήσει σε βραχυχρόνιους δανεισμούς, που θα εξασφάλιζαν τις άμεσες δανειακές της ανάγκες. Βεβαίως πολλοί υποστηρίζουν, και νομίζω πως έχουν δίκιο, πως μια τέτοια κίνηση δεν θα έμενε απαρατήρητη από τις αγορές και θα ξετίναζε από το 2009 τα spreads. Οι δανειακές ανάγκες της χώρας ήταν ήδη εμφανείς καθώς και η αδυναμία της να περάσει άμεσα σε τέτοιες μειώσεις των καταναλωτικών δαπανών, οι οποίες θα οδηγούσαν σε πρωτογενή πλεονάσματα.

Μεγαλύτερη κατά τη γνώμη μου σημασία έχει η παρατήρησή του πως οι πολιτικές που ασκήθηκαν από το Μνημόνιο υπερτίμησαν την κρίση χρέους και υποτίμησαν τον κίνδυνο της ύφεσης. Βεβαίως οι λόγοι (σελ. 79-82) που επικαλείται για να δείξει πως τελικά το χρέος δεν είναι τόσο επικίνδυνο όσο παρουσιάζεται, μάλλον είναι αμφιλεγόμενοι και μαχητοί. Εκείνο που περισσότερο αξίζει εδώ είναι η πραγματικά διεισδυτική κριτική του στις αιτίες που όξυναν την ύφεση, όπως είναι η επιβολή νέων φόρων που μείωσαν τα έσοδα αντί της αναμενόμενης αύξησης, η εγκατάλειψη των δημόσιων επενδύσεων, η κινδυνολογική ρητορική για τις καταθέσεις κ.ά.