Ο Γιάννης Βούλγαρης, από τους σοβαρότερους και οξυδερκέστερους δημοσιολόγους μας, αδίκησε κάπως το βιβλίο του με τον τίτλο που του έδωσε. Ναι μεν υπάρχει η δικαιολογία ότι το μεγαλύτερο μέρος του περιλαμβάνει άρθρα που δημοσιεύτηκαν σε τούτη εδώ την εφημερίδα κατά τη διάρκεια της «μοιραίας πενταετίας» 2004 – 2009. Επίσης, είναι αδιαμφισβήτητο ότι η ανέμελη, ανεύθυνα χαλαρή διακυβέρνηση της χώρας από τη Νέα Δημοκρατία του Κώστα Καραμανλή παρόξυνε όλες τις αδυναμίες του μεταπολιτευτικού μοντέλου λειτουργίας κράτους, οικονομίας και κοινωνίας, στήνοντας το σκηνικό για το showdown που βιώνουμε σήμερα. Αλλά οι ίδιες οι αναλύσεις του Βούλγαρη φανερώνουν ότι η «μοιραία πενταετία» επιτάχυνε κάτι που ήταν ήδη καθ’ οδόν.

Ξαναδιαβάζοντας την αρθρογραφία του συγγραφέα, τώρα στην «αξελερέ» αναπαράσταση της χρονικής αλληλουχίας της που προσφέρει αυτός ο τόμος, βλέπω να ορίζουν τον τόνο της κυρίως δύο πράγματα: πρώτον, η μετάπτωση από μια συγκρατημένη αισιοδοξία, απότοκη του (ασύμμετρου) σημιτικού εκσυγχρονισμού, ο οποίος έδωσε για ένα διάστημα την εντύπωση ότι η Ελλάδα έγινε επιτέλους ένα λίγο πολύ «κανονικό» ευρωπαϊκό κράτος, σε μια ολοένα μεγαλύτερη απογοήτευση για τις άκαμπτες αντιστάσεις που συναντάει κάθε μεταρρυθμιστική προσπάθεια και που εξακολουθούν να κάνουν την Ελλάδα «ειδική περίπτωση», όπως τονίζεται και ξανατονίζεται σήμερα από όλους τους ξένους αναλυτές• και δεύτερον, η ολοένα πιο εναγώνια επαναφορά ενός προβλήματος που δεν φαίνεται να έχει λύση με τους όρους που τίθεται: πώς μπορεί να ανανεωθεί ένα πολιτικό σύστημα δομημένο έτσι ώστε να αποκλείει την ουσιαστική ανανέωσή του.

Η διάγνωση του Βούλγαρη για τις παθογένειες του ελληνικού μοντέλου «ανάπτυξης» φαίνεται να επαναλαμβάνει διαπιστώσεις που ακούμε κατά κόρον τον τελευταίο ενάμιση χρόνο, αλλά πρέπει να επισημανθεί ότι έγινε σε μια εποχή που πολλοί άλλοι δημοσιολογούντες έδειχναν εφησυχασμένοι: υπερτροφικός, αντιπαραγωγικός και σπάταλος δημόσιος τομέας• καχεκτική και κρατικοδίαιτη επιχειρηματική τάξη, χωρίς έφεση στην καινοτομία και χωρίς μακροπρόθεσμο σχεδιασμό• λαϊκιστικά κόμματα εξουσίας, που αντλούν τη δύναμη και τη νομιμοποίησή τους από τις πελατειακές σχέσεις με τους ψηφοφόρους τους• συντεχνιακός, βίαια αντικοινωνικός συνδικαλισμός• νοσηρό εκπαιδευτικό σύστημα• διογκωμένα μεσοστρώματα, που απέκτησαν και προσπαθούν να διατηρήσουν την όποια ευμάρειά τους μέσω του κρατικού κορβανά ή της παραοικονομίας. Και πλάι σε όλα αυτά μια Αριστερά που έχει μεταλλαχτεί σε παράγοντα συντήρησης, αν όχι αντίδρασης, μια «Αριστερά των δημοσίων υπαλλήλων», όπως εύστοχα παρατηρεί ο συγγραφέας, η οποία αντιμάχεται την παραμικρή μεταρρύθμιση στο όνομα της «Μεγάλης Ανατροπής», στην πραγματικότητα όμως επειδή εκπροσωπεί ομάδες ευνοημένες από τις αδράνειες, τις στρεβλώσεις και τις «ειδικές ρυθμίσεις» του συστήματος.

Αν ο Βούλγαρης αποστρέφεται τον τυφλό, αρτηριοσκληρωτικό κρατισμό των αριστερών κομμάτων, δεν το κάνει από τη σκοπιά του νεοφιλελεύθερου, ο οποίος πιστεύει στους θαυματουργούς αυτοματισμούς της αγοράς (άλλη μια αρτηριοσκληρωτική ιδεολογία). Απεναντίας. Ειδικά στην Ελλάδα, με την αναιμική επιχειρηματικότητα και μια «κοινωνία των πολιτών» που η δράση της εξαντλείται στις μούντζες και το μπάχαλο, το κράτος οφείλει για τον συγγραφέα να παίξει καθοριστικό ρόλο. Όχι όμως πια ως επιχειρηματίας και εργοδότης (λειτουργίες του που εξέθρεψαν τον παρασιτισμό) αλλά ως στρατηγικός παίκτης, ως συντονιστής που διευθύνει την αλληλεξάρτηση της εθνικής με την παγκόσμια αγορά, δημιουργώντας συνέργειες ανάμεσα στο δημόσιο και το ιδιωτικό. Τον ρόλο αυτό τον έπαιξε με επιτυχία το κράτος τις τελευταίες δεκαετίες στις σκανδιναβικές χώρες και στις χώρες της Ανατολικής Ασίας.

Κι εδώ είναι που αρχίζουν οι απορίες μου. Υπάρχουν άραγε στην Ελλάδα οι προϋποθέσεις για να συμβεί αυτό, και μάλιστα με την ταχύτητα και ένταση που επιβάλλει η σημερινή κατάσταση; Είναι σε θέση το πολιτικό μας σύστημα, το οποίο ο ίδιος ο Βούλγαρης περιγράφει με τα μελανότερα χρώματα, να αρθεί από μόνο του στο ύψος των περιστάσεων έστω την ύστατη στιγμή, έστω για χάρη της επιβίωσής του; Δεν φαίνεται κάτι τέτοιο. Το μεταπολιτευτικό πολιτικό σύστημα έχει συνηθίσει να εξαρτά την αυτοσυντήρησή του από τη συνέχιση των παλιών μεθόδων του. Ειδικά την τελευταία διετία βιώνουμε οδυνηρά την αδράνειά του, την αδυναμία του να προσαρμοστεί σε καινούργιες, έκτακτες συνθήκες, πολύ δυσμενέστερες για το ίδιο και τη χώρα. Ο Βούλγαρης πιστεύει, παρόλα αυτά, ότι υπάρχουν μέσα σ’ αυτό το σύστημα «υγιείς δυνάμεις», που τις εντοπίζει στον χώρο της «προοδευτικής παράταξης». Μολονότι βρίσκω και τις δύο αυτές έννοιες αόριστες, είμαι πρόθυμος να δεχτώ ότι ανταποκρίνονται σε κάποια πραγματικότητα. Πώς όμως να παραβλέψουμε το οφθαλμοφανές, ότι το πολιτικό μας σύστημα λειτουργεί με αυτοματισμούς που απωθούν στο περιθώριο ή και αποκλείουν τις όποιες «υγιείς» δυνάμεις και ότι, εξαιτίας αυτού, αναπαράγεται σε ολοένα χαμηλότερο ποιοτικό επίπεδο;

Θα περίμενα από τον Βούλγαρη, με τον οποίο συμφωνώ σχεδόν σε όλα, κάπως περισσότερη διαλεκτική σκέψη. Αντί, δηλαδή, να προσβλέπει λίγο πολύ ευχολογικά σε μια αυτοεξυγίανση του κομματικού συστήματος, με την επικράτηση των «καλών», να υπολογίζει και στην αθέλητη συμβολή των «κακών» που δρουν έξω από αυτό το πλαίσιο και το απορρίπτουν. Ο Βούλγαρης δεν συμπαθεί την κινηματική πολιτική τύπου ΣΥΡΙΖΑ

ή Αγανακτισμένων. Ούτε εγώ τη συμπαθώ. Δεν είναι όμως απαραίτητο να συμπαθούμε κάτι για να αναγνωρίσουμε τη δυνατότητά του να επηρεάσει έμμεσα με θετικό τρόπο τις εξελίξεις. Πρόκειται για την περίφημη ετερογονία των σκοπών ή τη «λογική της καραμπόλας» στην Ιστορία. Ο πολιτικός πρωτογονισμός των Αγανακτισμένων, για παράδειγμα, είναι απωθητικός, αλλά η ένταση και η διάρκεια της διαμαρτυρίας τους έθεσε με επιτακτικό και απαράκαμπτο τρόπο (και όχι μόνο στην Ελλάδα) το ζήτημα της ουσιαστικής νομιμοποίησης του πολιτικού συστήματος. Έστειλε σ’ αυτό ένα πλάγιο μήνυμα: οι γνωστές πρακτικές του παρελθόντος δεν μπορούν πια να εξευμενίσουν τα αγριεμένα πλήθη• μόνη ελπίδα είναι η φυγή προς τα εμπρός. Άλλο βέβαια το πόσοι και ποιοι πολιτικοί μας θα διαβάσουν σωστά το μήνυμα και θα μπορέσουν να διαχειριστούν αποτελεσματικά αυτή τη φυγή.

Η εναλλακτική προοπτική είναι η «επιλεκτική εκτροπή», όπως λέμε επιλεκτική χρεοκοπία. Κάτι τέτοιο όμως δεν θέλουμε ούτε να το σκεφτόμαστε. Αν και αυτό δεν αρκεί για να το αποτρέψει.