Το 1986 ο Μένης Κουμανταρέας έδωσε το γνωστό «Η φανέλα με το εννιά», μυθιστόρημα που ενδιαφέρεται όχι τόσο για την κουλτούρα του ποδοσφαίρου όσο για τον αυτοκαταστροφικό χαρακτήρα του ήρωά του, ενός ρέμπελου νεαρού ποδοσφαιριστή. Λίγα χρόνια αργότερα, το 1989, ο Διονύσης Χαριτόπουλος έβγαλε το «Τη νύχτα που’ φυγε ο Μπούκοβι», συγκινητικές ιστορίες γύρω από μια παρέα παιδιών σε μια πειραιώτικη φτωχογειτονιά της δεκαετίας του 1960, που βρίσκουν διέξοδο προς το όνειρο μέσα από τη λατρεία τους για τον Ολυμπιακό και τον θρυλικό ούγγρο προπονητή του. Πολύ αργότερα, το 2009, ο Βασίλης Σαμπράκος, εκδότης αθλητικής εφημερίδας, κυκλοφόρησε το «Σκίσε το manual», ερασιτεχνικό, αλλά αποκαλυπτικό και ιδιαίτερα επίκαιρο τούτες τις μέρες μυθιστόρημα γύρω από τη διαφθορά στο ελληνικό ποδόσφαιρο.

Και κάπου εδώ τελειώνει ο κατάλογός μου. Δεν μπορώ να θυμηθώ άλλα βιβλία της ελληνικής πεζογραφίας εμπνευσμένα από τον «βασιλιά των σπορ». Οι πεζογράφοι μας, σε παράδοξη αντίθεση με τους ποιητές μας, δεν φαίνεται να συγκινούνται από το θέμα. Το βιβλίο του Θανάση Σκρουμπέλου, μυθοπλαστική επένδυση πραγματικών γεγονότων, ξεχωρίζει όχι μόνον ως ένα από τα ελάχιστα του είδους αλλά κι επειδή μας μεταφέρει σε μια μακρινή εποχή και μια διαφορετική κοινωνία, τότε που το ποδόσφαιρο στην Ελλάδα ήταν πιο αγνό (και, μεταξύ μας, πιο άτεχνο), ο χουλιγκανισμός και η διαφθορά άγνωστα φαινόμενα, οι συμπλοκές οπαδών σπάνιες, αλλά, από την άλλη, οι ταξικές διαφορές στη σύνθεση του κόσμου που υποστήριζε τη μια ή την άλλη ομάδα ήταν πολύ πιο ανάγλυφες απ’ ό, τι σήμερα, που η κοινωνία μας έχει προ πολλού μικροαστικοποιηθεί. Το τελευταίο αυτό στοιχείο, το ταξικό, παράγει και τη δυναμική της ιστορίας που αφηγείται ο Σκρουμπέλος.

Βρισκόμαστε, λοιπόν, στο 1930. Το πρωτάθλημα, που διεξαγόταν τότε με πολύ διαφορετικό σύστημα απ’ ό, τι σήμερα, έχει φτάσει στην τελική φάση του και ο τίτλος θα κριθεί από τις αναμετρήσεις ανάμεσα στους δύο «αιώνιους» (ήδη τότε) αντιπάλους, τον Ολυμπιακό και τον Παναθηναϊκό. Οι οπαδοί του Ολυμπιακού προέρχονται κυρίως από το προλεταριάτο του Πειραιά, ενώ ο πυρήνας των οπαδών του Παναθηναϊκού αντιπροσωπεύει τους αθηναίους αστούς. Οι δεύτεροι αποκαλούν τους πρώτους ειρωνικά «βαρκάρηδες», παρατσούκλι που όμως υιοθετείται από εκείνους ως τιμητικό. Με τη σειρά τους, οι «βαρκάρηδες» αποκαλούν τους αντιπάλους τους «φρουφρούδες», έκφραση που για προφανείς λόγους δεν τυγχάνει αντίστοιχης υιοθέτησης από την άλλη πλευρά. Πρόκειται για τους προδρόμους των σημερινών παρωνύμιων «γαύροι» και «βάζελοι», επίσης ταξικά χρωματισμένων, το δεύτερο με τολμηρότερους σεξο-κοινωνικούς υπαινιγμούς απ’ ό, τι ο πρόγονός του.

Καθώς κορυφώνονται οι προετοιμασίες των δύο παρατάξεων για τον πρώτο αγώνα Παναθηναϊκού – Ολυμπιακού, στην Αθήνα, γεννιέται ένας καθ’ όλα αταίριαστος έρωτας. Ο Πελέτος, εργάτης στα ναυπηγεία του Περάματος κι ένθερμος ολυμπιακός, σαγηνεύεται από την πανέμορφη μεγαλοαστή Μαρία-Ελένη, αδελφή του αρχηγού των οργανωμένων φιλάθλων του Παναθηναϊκού και φανατική «πράσινη» η ίδια. Αλλά και η Μαρία-Ελένη ερωτεύεται τον Πελέτο. Ρωμαίος και Ιουλιέτα σ’ ένα περιβάλλον όπου οι Καπουλέτοι και οι Μοντέγοι είναι δυο αντίπαλες ποδοσφαιρικές οικογένειες. Ο έρωτας των δύο ταξικά και ποδοσφαιρικά ασύμβατων νέων θα έχει εξίσου τραγικό τέλος όπως το σαιξπηρικό δράμα, αν και για εντελώς διαφορετικές αιτίες.

Λίγο πριν από το δεύτερο παιχνίδι των δύο ομάδων, στη Θεσσαλονίκη, ο απολιτικός Πελέτος θα συλληφθεί ως «αναρχοκομμουνιστής» και πράκτορας των Βουλγάρων. Κι αυτό επειδή ένας αστοιχείωτος χαφιές της αστυνομίας παρεξήγησε μια στιχομυθία του, όπου μιλούσε για «κόκκινους βαρκάρηδες» (αναφορά, φυσικά, στον λαό και το χρώμα του Ολυμπιακού) και «Μαρίτσα» (το όνομα της βάρκας του, κατά σύμπτωση όμως και η βουλγαρική ονομασία του Έβρου). Με ενέργειες της Μαρίας-Ελένης ο Πελέτος αποφυλακίζεται. Αλλά το φιλότιμό του έχει θιγεί ανεπανόρθωτα. Απαρνείται τον έρωτά του, που έτσι κι αλλιώς φύλαγε κρυφό μέσα του, γίνεται πραγματικός κομμουνιστής και, με τη δικτατορία του Μεταξά, θα βρεθεί στην Ακροναυπλία. Παρόλα αυτά οι δυο ερωτευμένοι θα σμίξουν για λίγο στο ενδιάμεσο, θα χωρίσουν με τη φυγή της Μαρίας-Ελένης στην Αμερική, αργότερα θ’ αποφασίσουν να παντρευτούν στις φυλακές. Άλλα όμως έχει ορίσει η μοίρα…

Μέσα από την αναδρομική ματιά του αφηγητή του, ενός νεαρού τότε δημοσιογράφου, ο Σκρουμπέλος αναπαριστάνει με αδρές πινελιές το κοινωνικό και πολιτικό κλίμα της εποχής: το κοντράστ ανάμεσα στα ήθη της φτωχολογιάς του Πειραιά και των αβροδίαιτων αστών της Αθήνας, την αυθαιρεσία και βαρβαρότητα των αστυνομικών Αρχών, τις ανοιχτές ακόμα πληγές της μικρασιατικής προσφυγιάς. Στο προσκήνιο βρίσκεται η ποδοσφαιρική κουλτούρα εκείνων των χρόνων, που από τότε κιόλας αντανακλούσε πολύ περισσότερα πράγματα από την αγάπη για το άθλημα. Η αφήγηση, με τη μορφή, όπως είπαμε, μυθοπλαστικά επεξεργασμένης μαρτυρίας, συνοδεύεται ενισχυτικά από φωτογραφίες, σκίτσα και ρεπορτάζ εφημερίδων της εποχής. Ανάμεσα στους χαρακτήρες της ιστορίας ξεχωρίζει, εκτός από τους δύο πρωταγωνιστές, ο αρχηγός των οργανωμένων φιλάθλων του Ολυμπιακού, ο Κοκός (υπαρκτό πρόσωπο): ένας λαϊκός δανδής, κομψευόμενος αλλά και μόρτης, άνθρωπος της πιάτσας αλλά και παράξενα καλλιεργημένος.

Είναι ενδιαφέρον ότι ο κομματικά ανένταχτος, αλλά ταξικά συνειδητοποιημένος Πελέτος αντιστέκεται στον έρωτά του για τη μεγαλοαστή Μαρία-Ελένη, ενώ ο οργανωμένος στο ΚΚΕ Πελέτος αφήνεται σ’ αυτόν και θέλει να τον επισφραγίσει με γάμο. Τυχαίο; Γλυκιά ήττα έπειτα από πάλη με τον «ανίκατε μάχαν»; Ή μήπως η κομματική κουλτούρα έρχεται να εξημερώσει (ή να νερώσει) την προλεταριακή;

Εκτός αν πρόκειται για ιδιότυπο εισοδισμό στον ταξικό και πολιτικό αντίπαλο δια της οδού του έρωτα…