Και οι τρεις τραγουδιστές, ακόμη και εκτός… ποδοσφαιρικής ομάδας και σε ένα γήπεδο που δεν παίζει το λαϊκό τραγούδι – τρόπος έκφρασης και εκπροσώπησης του καημού του Ελληνα – κυρίως λόγω των θλιβερά μονόφωνων ραδιοφώνων τα οποία επιμένουν στα ποπ και τα λαϊκοπόπ άσματα, καταφέρνουν νίκες.

Τι άλλο είναι, αν όχι νίκη – σε περίοδο κρίσης που και οι συναυλίες πάνε από το κακό στο χειρότερο – ένα τρίο μπροστάρηδων λαϊκών τραγουδιστών (με κορυφαίο έναν από τους τελευταίους της γενιάς των μεγάλων ερμηνευτών, τον δωρικό Δημήτρη Μητροπάνο) να έχει πάνω από 3.000 προπωλημένα εισιτήρια σχεδόν δύο εβδομάδες πριν από την πρώτη καλοκαιρινή συναυλία τους, τη Δευτέρα, στον Λυκαβηττό;

Αυτή η νίκη πυροδότησε την κουβέντα μας με τους τρεις – κατ’ ουσίαν ανάμεσα στους τρεις – λίγο πριν από την έναρξη της περιοδείας τους, που όπως φαίνεται θα συνεχιστεί και με χειμερινή σύμπραξη.

Σε εποχή κρίσης τι μπορεί να λέει, τι μπορεί να εκφράζει το τραγούδι και δη το λαϊκό;

Γιάννης Κότσιρας: Το τραγούδι ήταν πάντα μια μορφή εκτόνωσης, μια μορφή διαμαρτυρίας και ένα είδος φωνής του κόσμου. Προσωπικά είμαι στο Σύνταγμα σχεδόν καθημερινά, γιατί πιστεύω πως δεν υπάρχει λόγος να θεωρητικολογώ δίχως να βρίσκομαι μέσα στο πρόβλημα, ανάμεσα σε αυτούς τους ανθρώπους που είναι ανένταχτοι σε κόμματα και κόντρα σε αυτό που συμβαίνει.

Δημήτρης Μητροπάνος: Προσωπικά δεν μπλέκω το τραγούδι με το θέμα των πολιτικών εκδηλώσεων. Θεωρώ, πάντως, πως οι καλλιτέχνες θα έπρεπε και είναι μπροστάρηδες. Ο κόσμος ξέρει πολύ καλά γιατί κατεβαίνει: από αγανάκτηση. Δεν είναι μέτρα αυτά για την κατάσταση που έχουμε. Υπάρχει ένας εμφανής εμπαιγμός. Είδαμε τις τελευταίες ημέρες πράματα και θάματα. Οι δε κουβέντες τους είναι πιο γελοίες από τις πράξεις τους…

Πιστεύετε πως οι «Αγανακτισμένοι» μπορούν να αλλάξουν κάτι;

Δ.Μ.: Να που χάρη στις διαμαρτυρίες τέθηκε το θέμα της οικουμενικής, του δημοψηφίσματος… Πρέπει όμως να σταματήσουν και κάποια κόμματα να μένουν στις παλιές, απαράλλακτες απόψεις, όπως «κόντρα στην πλουτοκρατία» και να πηγαίνουν παραπέρα, με προτάσεις.

Γ.Κ.: Τα δύο πέμπτα των «Αγανακτισμένων» είναι ΠΑΣΟΚ που δεν αντέχουν αυτό που συμβαίνει. Κι εγώ που ανήκω στην Αριστερά, αλλά νιώθω άστεγος κομματικά, δεν μπορώ να βλέπω την κατάσταση των παθητικών αριστερών…

Δημήτρης Μπάσης: Ο καθένας είναι αγανακτισμένος και με κάτι άλλο. Αλλος με το πολιτικό σύστημα. Αλλοι γιατί επενδύσανε σε κάποιον μπλε, πράσινο, κόκκινο βουλευτή. Εγώ είμαι αγανακτισμένος – και ως πατέρας – επειδή θα παραδώσουμε στα παιδιά μας μια Ελλάδα ξεπουλημένη.

Δ.Μ.: Και αν αγανακτούμε με τους δημοσίους υπαλλήλους είναι γιατί το έλλειμμα είναι δημοσιονομικό, δεν είναι με τους ίδιους, αλλά με το σύστημα, που για να βολευτεί το ίδιο διόρισε όλους αυτούς. Ας πούμε στη ΔΕΗ χρειάζονται χίλιοι και έχουμε δύο χιλιάδες. Ολα αυτά είναι ρουσφέτια.

Δ.Μπ.: Το χειρότερο είναι ότι με δεδομένο πως δεν θα γίνουν απολύσεις, τους έχουμε φορτωθεί όλους!

Γ.Κ.: Νομίζω ότι είμαστε και αγανακτισμένοι επειδή έχουν υποθηκευτεί η εθνική ανεξαρτησία και ο εθνικός πλούτος. Εγώ δεν είμαι αγανακτισμένος με κανέναν έλληνα πολίτη, αλλά με εκείνους που με έκαναν να αγανακτήσω. Στην πλατεία δεν θα δει κανείς διαμάχες. Υπάρχουν οι δεξιοί και οι αριστερίζοντες, αλλά ο στόχος είναι ίδιος: να φύγουν όσοι έχουν κάνει εθνική προδοσία.

Δ.Μπ.: Οι αγανακτισμένοι δεν είναι οι ίδιοι που ψήφισαν τους μεν ή τους δε πριν από μερικούς μήνες;

Δ.Μ.: Το χειρότερο είναι ότι δεν πληρώνουν όσοι χρωστάνε ή όσοι έπρεπε να πληρώνουν περισσότερα. Κοιτάνε και λένε «ποιον έχουμε στα κιτάπια μας; Τους μισθωτούς και τους συνταξιούχους» και τους βάζουν να πληρώσουν. Τις τράπεζες δεν τις ελέγχει κανείς – αντίθετα τις χρηματοδοτούν κι από πάνω.

Ως λαός δεν έχουμε ευθύνες και εμείς; Δεν συμμετείχαμε στην ψευδαίσθηση ευμάρειας; Δεν κλέβουμε το κράτος;

Δ.Μ.: Βεβαίως και έχουμε ευθύνες. Που επιμένουμε τόσα χρόνια να μας κυβερνάνε οι ίδιοι και οι ίδιοι, που λένε «ψηφίστε μας και θα τα λύσουμε όλα».

Γ.Κ.: Μεγάλη μας ευθύνη είναι ότι αποδεχθήκαμε την εκπαίδευσή μας στο σύστημα «Τσοβόλα, δώσ’ τα όλα». Τώρα φτάνουμε να ξεπερνάμε λίγο την πάρτη μας, γιατί ο καθένας έχει έναν κολλητό που υποφέρει από την κρίση. Και αυτό ακριβώς είναι που έχει ρίξει τα κομματικά σύνορα στην πλατεία, αλλά και την κομματική σημαία, που μας διέβρωσε ως λαό.

Δ.Μπ.: Ο καθένας μας είχε επτά πιστωτικές κάρτες, μετοχές, αυτοκίνητα και έφτασε η ελληνική κοινωνία να γίνει μια φούσκα που έσκασε – και γι’ αυτό έχουμε ευθύνη.

Δ.Μ.: Δεν φταίει μόνον ο κόσμος. Μια κυβέρνηση πρέπει και να τον προειδοποιεί.