Η αρχιτεκτονική δεν είναι βιτρίνα. Είναι µια υπόθεση που µας αφορά όλους, επειδή έχει να κάνει µε τους όρους της συµβίωσής µας.


Ας κοιτάξουµε γύρω µας:

παγίδες στα πεζοδρόµια, σταµατηµένα σιντριβάνια, ξεχασµένα γλυπτά, κακοποιηµένα παιχνίδια στις λεγόµενες παιδικές χαρές, ξεχαρβαλωµένα παγκάκια, πλατείες – φαντάσµατα και κυρίως µια βουλιµία στην «αξιοποίηση» του οικοδοµήσιµου χώρου, διεκπεραιωτικές πολυκατοικίες, µεγαλόσχηµα δηµόσια κτίρια – βιτρίνες, αναπλάσεις που µένουν στη µέση… Ολα τυλιγµένα µε την απάθειά µας και µε τη δικαιολογία των «οικονοµικών περιορισµών» και του «ρεαλισµού». Και το σπουδαιότερο, όλα αποξηραµένα από τους χυµούς της ζωής. Ολα, σηµάδια για το πόσο απαξιώνουµε την αρχιτεκτονική ή, µάλλον, για το πόσο διαστρεβλωµένη είναι η αντίληψή µας για την αρχιτεκτονική.

Αυτήν την αντίληψη παλεύει µια ζωή να αλλάξει η Σουζάνα Αντωνακάκη, τόσο µε τα έργα που σχεδιάζουν και υλοποιούν ως αρχιτέκτονες µαζί µε τον σύντροφό της ∆ηµήτρη Αντωνακάκη όσο και µε τα γραπτά της. Χαρακτηριστικές οι παρεµβατικές επιφυλλίδες της που δηµοσιεύονται χρόνια τώρα στα «ΝΕΑ» καταδεικνύοντας ότι η αρχιτεκτονική δεν είναι πολυτέλεια, δεν είναι ντιζάιν, αλλά µας αφορά όλους διότι έχει να κάνει µε τις συνθήκες της ατοµικής και της συλλογικής ζωής µας στην πολύπλοκη πραγµατικότητα. Να τι υπογραµµίζει τούτο το βιβλίο µε τα «Χωρογραφήµατα», τα χρονογραφήµατά της δηλαδή για τον χώρο, τον ιδιωτικό και τον δηµόσιο, που δηµοσιεύτηκαν κατά την 11ετία 1998-2009.

Εκείνο που διαφοροποιεί τη µατιά της Αντωνακάκη, το αρχιτεκτονικό της στίγµα που καθοδηγεί τα κριτήριά της, είναι η αγωνία της για αρχιτεκτονικές λύσεις που να ενεργοποιούν την ανθρώπινη κοινότητα. Αυτές εντοπίζονται στους παραδοσιακούς οικισµούς, αλλά λείπουν δραµατικά από τα σύγχρονα αστικά κέντρα και τις σύγχρονες κατοικίες στη χώρα µας.

Είναι ενδεικτικό ένα σχόλιό της του 1998, επίκαιρο και σήµερα, για τον υπαίθριο χώρο που υποδέχεται τα δηµόσια κτίρια. Αφορµή, τα αποτελέσµατα ενός διαγωνισµού για ένα πανεπιστηµιακό συγκρότηµα. Η Αντωνακάκη επιµένει στον κοινωνικό ρόλο του δηµόσιου χώρου. Και υπερασπίζεται την προτεραιότητα που θα πρέπει να έχει το «κενό», «αυτός ο ζωτικός χώρος της σύνθεσης», ο οποίος διασφαλίζει την επικοινωνία ανάµεσα στα κτίσµατα και γίνεται λειτουργικός εάν και εφόσον επιτρέπει τις ενδιάµεσες στάσεις, τις παρακάµψεις, τις συναντήσεις των πολιτών. Κάτι που δεν συµβαίνει όταν αντιλαµβανόµαστε το δηµόσιο κτίριο (αλλά και το ιδιωτικό) ως περιχαρακωµένο χώρο που ενώνεται µε τους άλλους περιχαρακωµένους χώρους µε τη µικρότερη σε µήκος ευθεία, µε µια διαδροµή δηλαδή που υποχρεώνει τον πολίτη να κινηθεί µονοσήµαντα.

Τέτοια ζητήµατα απασχολούν την Αντωνακάκη που σχολιάζει µεταξύ άλλων τα «Ξενία» και την τύχη τους, τις προσθήκες κατ’ ύψος και κατ’ έκταση, την περιπέτεια των ηµιυπαίθριων χώρων και τις εκπτώσεις που συνοδεύουν τις εκάστοτε ρυθµίσεις, αλλά και τη µετα-ολυµπιακή Βαρκελώνη ή την Αρχιτεκτονική Σχολή στα Χανιά, πάντα µε αναφορές σε στοχαστές και λογοτέχνες, σε πολιτιστικά γεγονότα και βιβλία, σε φιλοσοφικά ζητήµατα ή κακώς κείµενα στην ελληνική επικράτεια. Γραµµένο γλαφυρά, αυτό το βιβλίο διαβάζεται µονορούφι σαν… θρίλερ για τα καθηµερινά δηµόσια και ιδιωτικά αρχιτεκτονικά εγκλήµατά µας και µας ανοίγει τα µάτια για την ποιότητα της ζωής µας ενθαρρύνοντας µια αλλαγή στη στάση µας.

Ενα παιδί στην πυρά


Ενα εικονογραφηµένο βιβλίο που απευθύνεται στοεφηβικό κοινό µε εικόνες σκοτεινές που αγκαλιάζουν µια εξίσου σκοτεινή ιστορία. Το θέµα εξαιρετικά επίκαιρο. Στο οπισθόφυλλο ερωτάται ο αναγνώστης εάν θα έκαιγε στην πυρά ένα παιδί. Γιατί περί αυτού πρόκειται: ο µικρόςΜανουέλ αντιµετωπίζεται από τους συγχωριανούς του ως πηγή κάθε κακού και δεινού που εµφανίζεται στον χώρο τους. Το θέµα είναι πολύ ευρύτερο, καθηµερινά κυνηγιούνται µάγοι και µάγισσες εδώ κι αλλού, όπως συνέβαινε στον Μεσαίωνα. Πόση ανοχή διαθέτουµε και πόσο έτοιµοι είµαστε να δεχτούµε τους διαφορετικούς κοντά µας;Το κείµενο αιχµηρό, αιχµηρή και η εικονογράφηση, αφήνουν χώρο για προβληµατισµό και συζήτηση γι’ αυτό το διαχρονικό ζήτηµα.

Σαρκαστικά ποιήµατα


Αποκάλυψη ο Γιάννης ∆ούκας, ο 30χρονος πια γιος της πεζογράφου Μάρως και του κινηµατογραφικού παραγωγού Νίκου. Σπούδασε Φιλολογία και Ψηφιακές Εφαρµογές των Ανθρωπιστικών Επιστηµών, κυκλοφόρησε µια συλλογή διηγηµάτων το 2001 και να τοςτώρα µε ποιήµατα αφηγηµατικά,σαρκαστικά σε µια γλώσσα µουσική που αγκιστρώνει τον αναγνώστη. Τα ποιήµατά του «σκιαµαχούν, σκιαγραφούν και παραγράφουν» την πρόσφατη Ιστορία, αλλά αφουγκράζονται και την επικαιρότητα, τους πόθους του, τη µνήµη που ξεφεύγει. «Στην εποχή του κάτι σαν/», γράφει εµπνευσµένος από τον ∆εκέµβρη του 2008,«µπότες και πέτσινα µπουφάν/ φοράνε και κυκλοφορούν/ Στην πόλη που περιπολούν/ σαν κλέφτες οι αστυνόµοι…»

Χαµένες αυταπάτες


Η Ηρακλειώτισσα Νίκη Τρουλλινού σπούδασε Νοµικά, αλλά ασχολείται µε τον αγροτουρισµό και κυκλοφόρησε τιςπρώτες της ιστορίες µε δικά της έξοδα στα 42 της προκαλώντας αίσθηση. Η συλλογή διηγηµάτων «Μαράλ, όπως Μαρία» που ακολούθησε και το µυθιστόρηµα «Μ’ ένα καφάσι µπίρες» επιβεβαίωσαν το ταλέντο της. Τώρα επανεκδόθηκαν οι πρώτες της – εξαντληµένες – ιστορίες. Πρωταγωνιστούν άνθρωποι πουέχασαν τις αυταπάτες τους είτε µετά την Καταστροφή της Σµύρνης είτε µετά τη δικτατορία, αλλά συχνότερα αυτή η γενιά του Πολυτεχνείου που θέλησενα αλλάξει τον κόσµο, όµως δεν κατάφερε να προστατέψει ούτε τις σχέσεις της. Και τώρα προσπαθεί να κρατήσει µια θέση στις ανατροπές του αύριο.

Η νέα δύναµη

< Μ.Π.


«Η Αµερική πρέπει να µετρήσει σωστά τηνάνοδο της Κίνας καικυρίως να την αποδεχτεί», γράφειο Σωτήρης Χατζηγάκης. Και όπως είχε πει ο διευθυντής του «Newsweek»: «Πρέπει να πείσουµε την Κίνα ότι τα συµφέροντά της είναι κοινά µε αυτά της Αµερικής. Αλλιώς τα πράγµατα για µας θα πάνε πολύ, πολύ άσχηµα».

Το βιβλίο «Κίνα. Η αναγέννηση του δράκου» είναι ένα ωραίο αφήγηµα για την τεράστια αυτή χώρα που φαίνεται ότι θα σηµαδέψει τον 21ο αιώνα, όπως σηµάδεψαν οι ΗΠΑ τον 20ό. Για την Κίνα, έξω, γράφονται αρκετά βιβλία. Λίγοι είναι πάλι οι έλληνες συγγραφείς που ασχολήθηκαν σοβαρά µαζί της – λ.χ., ο Θόδωρος Καρζής που έγραψε για την ιστορία και τον πολιτισµό της. Ο τρικαλινός βουλευτής της Ν.∆., πολλές φορές υπουργός καιπρώην αντιπρόεδρος της Βουλής, έγραψε, µαζί µε τον γιο του Μικέλη, ένα επίσης πολύ ενδιαφέρον βιβλίο, µε καλό γράψιµο, που βασίζεται σε διαβάσµατα αλλά και σε τρία ταξίδια που έκανε ο ίδιος στην Κίνα (1978, 2006, 2008). Η θεµατολογία περνάει ανάλαφρα από κλασικούς τουριστικούς προορισµούς στη σηµασία της Σαγκάης και της Καντόνας και από τον φόβο που διαχρονικά αισθάνεται η ∆ύση για τον λεγόµενο «κίτρινο κίνδυνο» στη σηµερινή Κίνα του κοµµουνιστικού καπιταλισµού. «Κεντρικό στοιχείο της κινεζικής πολιτικής είναι το αίσθηµα του προορισµού», λέει στο βιβλίο, στο οποίο επιδεικνύει µια ικανότητα πολύ σοβαρής διεθνούς ανάλυσης. «Μπροστά στην Κίνα, η Αµερική µοιάζει να οδηγείται από αυτόµατο πιλότο».