Το αόρατο νήμα που συνδέει έναν σημερινό βολιώτη συγγραφέα με μια παράξενη μορφή από το παρελθόν, έναν μοναχικό Αυστριακό που, έπειτα από πολλές περιπλανήσεις, εγκαταστάθηκε σε μια ερημική περιοχή του Πηλίου κι έζησε ώς τον θάνατό του κοντά στη φύση
Ποιος θυμάται τον Αλφόνς; Πολλοί τον θυμούνται, όπως προκύπτει από το βιβλίο του Κώστα Ακρίβου. Περισσότεροι απ΄ όσο θα νόμιζε κανείς για έναν ξένο που έζησε άλλοτε σαν ερημίτης και άλλοτε στις παρυφές της βολιώτικης και πηλιορείτικης κοινωνίας και που, εν πάση περιπτώσει, πέθανε πριν από σχεδόν τριάντα χρόνια. Πολύ περισσότεροι, τέλος, απ΄ όσο θα περίμεναν (και θα επιθυμούσαν) οι λάτρεις μυθιστορημάτων όπου ο συγγραφέας, κάτι μεταξύ Σέρλοκ Χολμς και Ιντιάνα Τζόουνς, υπερνικά μύρια εμπόδια για να εξιχνιάσει τις πιο κρυφές πλευρές της ζωής του μυστηριώδους ήρωά του.

Ισα ίσα αυτό δεν κάνει ο Ακρίβος. Και ίσα ίσα γι΄ αυτό, το μυθιστόρημά του έχει πολύ περισσότερο βάθος από τα βιβλία που εξαρτούν την ανθρωπογνωστική διεισδυτικότητά τους από την αναζήτηση επτασφράγιστων μυστικών πίσω από κάθε τι που φαίνεται παράξενο και αντιφατικό στη ζωή ενός ανθρώπου, συχνά με οδηγό ευφάνταστες ψυχαναλυτικές εικασίες. Αποφεύγοντας τον πειρασμό του εύκολου εντυπωσιασμού κατά την επεξεργασία και παρουσίαση του υλικού του, ο Ακρίβος μάχεται για να συλλάβει το νόημα της διαδρομής ενός ανθρώπου, ο οποίος επιδίωξε επίμονα να οργανώσει τη ζωή και τον θάνατό του σύμφωνα με τις ιδέες του, τις επιθυμίες του και την, όχι εντελώς ξεκάθαρη ακόμα και στον ίδιο, βαθύτερη φύση του. Το εγχείρημα είναι, δηλαδή, διπλό σ΄ αυτό το μυθιστόρημα: ο συγγραφέας προσπαθεί να κατανοήσει κάποιον που προσπαθεί να κατανοήσει τον εαυτό του. Και είναι επίσης κυκλικό: μέσα από την κατανόηση του άλλου ο συγγραφέας κατανοεί τελικά τον εαυτό του.

ΟΑυστριακός Αλφόνς Χοχάουζερ (1906- 1981), από ευκατάστατη οικογένεια, ανήσυχος από μικρός και αβόλευτος στην τακτοποιημένη ζωή του πατρικού περιβάλλοντός του, διάλεξε τον νομαδικό βίο, περιπλανήθηκε στην Ευρώπη, τη Βόρεια Αφρική, τη Μέση Ανατολή κάνοντας δουλειές του ποδαριού και το 1927, σε ηλικία μόλις 21 ετών, εγκαταστάθηκε σε μια ερημική περιοχή του Ανατολικού Πηλίου, όπου έζησε δώδεκα χρόνια ως ψαράς και γεωργός. Με την έναρξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου επέστρεψε με περιπετειώδη τρόπο, μέσω Αλβανίας, στην πατρίδα του, προσαρτημένη εν τω μεταξύ στη ναζιστική Γερμανία, κι έπειτα από λίγα χρόνια επανεμφανίστηκε στον Βόλο ως αξιωματικός της Βέρμαχτ. Μετά τον πόλεμο φυλακίστηκε για ένα διάστημα στην Αυστρία από τους Συμμάχους, χωρίς να στοιχειοθετηθεί κάποια κατηγορία εναντίον του. Το 1957 επανήλθε στην Ελλάδα και στην αγαπημένη του Μαγνησία, έφτιαξε στο νησί Τρίκερι ένα πρότυπο πανδοχείο και το διεύθυνε μ΄ επιτυχία ώς το 1969, οπότε αναγκάστηκε να το εγκαταλείψει λόγω προστριβών με την τοπική μονή. Αποσύρθηκε στον αρχικό τόπο διαμονής του, στη βορειοανατολική πλευρά του Πηλίου, ίδρυσε εκεί ένα συγκρότημα εναλλακτικού τουρισμού και πέρασε την υπόλοιπη ζωή του μέσα στη φύση, όπως ήταν το όνειρό του. Ο συγγραφέας πέφτει τυχαία στην περίπτωση του Αλφόνς Χ., καθώς διαβάζει έναν τουριστικό οδηγό για το Πήλιο, προσφορά αυτής εδώ της εφημερίδας. Η περιέργειά του διεγείρεται και αρχίζει να συγκεντρώνει πληροφορίες για τον ιδιόρρυθμο Αυστριακό. Συναντά πολλούς ανθρώπους, Ελληνες και Γερμανούς, που γνώρισαν τον Αλφόνς και τον εφοδιάζουν με προφορικές μαρτυρίες, έγγραφα, φωτογραφίες. Ο Ακρίβος, ακολουθώντας το σύγχρονο ρεύμα του μεταμυθιστορήματος, τονίζει την πραγματολογική αυθεντικότητα του υλικού του. Οι φωτογραφίες του Αλφόνς, διάσπαρτες στο σώμα του βιβλίου, δείχνουν έναν ξερακιανό, οστεώδη άνδρα, που θυμίζει πολύ τη μορφή του Δον Κιχώτη. Κάθε τόσο εμφανίζονται στην αφήγηση υπαρκτά, ζώντα πρόσωπα και μετέχουν σε συμβάντα που έλαβαν πράγματι χώρα. Εγγραφα μεταφρασμένα από τα γερμανικά, χάρη σε μια Γερμανίδα που παρεπιδημούσε στον Βόλο, διατηρούν τα ίχνη της σχετικά αδέξιας μετάφρασης, με τους σποραδικούς γερμανισμούς της.

Δεν λείπουν τα μυστήρια κατά τη σταδιακή ανάπλαση της προσωπικότητας του Αλφόνς. Επαιξε ή όχι πρωταγωνιστικό ρόλο στην ανακάλυψη του περίφημου αγάλματος του Ποσειδώνα του Αρτεμισίου; Ηταν κατάσκοπος και ναζί; Ηταν αρχαιοκάπηλος; Είχε κάποια εμπλοκή στην περίεργη υπόθεση του θανάτου μιας αυστριακής τουρίστριας στο Τρίκερι, το 1963, για την οποία επικράτησε η εκδοχή ότι κατασπαράχτηκε από καρχαρία (τη θυμάμαι αυτή την ιστορία από τα παιδικά μου χρόνια); Ο Ακρίβος φροντίζει να διατηρεί έντεχνα κάποιο σασπένς γύρω από αυτά τα ερωτήματα. Και, στις πιο ατυχείς (ευτυχώς λίγες) στιγμές του βιβλίου, προσπαθεί να ενισχύσει τη δραματικότητα της αφήγησης διατυπώνοντας τις απορίες του με κάπως φλύαρη ρητορικότητα. Αλλά, όπως είπα, το κέντρο βάρος του μυθιστορήματός του δεν βρίσκεται εκεί.

Ο Αλφόνς Χοχάουζερ ήταν οπωσδήποτε ένας δύσκολος άνθρωπος και δεν ενσωματώθηκε ποτέ στην κοινωνία της Μαγνησίας, παρόλο που πέρασε εκεί τη μισή ζωή του. Υπήρξε πρωτοπόρος της οικολογικής σκέψης και του οικοτουρισμού, πράγμα που τον έφερνε συχνά σε αντιπαράθεση με τους ντόπιους. Ηταν λάτρης της ελευθερίας και οραματιστής, αλλά και μ΄ εκείνη την ιδιαίτερη χειρωνακτική δεξιοσύνη του τευτονικού homo faber. Ηταν μοναχικός και ασκητικός, αλλά γοητευτικός για τις γυναίκες και καθόλου αδιάφορος ο ίδιος για τα γυναικεία θέλγητρα. Φερόταν πολλές φορές αυταρχικά και χωρίς υπομονή για τις αδυναμίες των «ιθαγενών». Ατεγκτος στις αρχές του, αντιδρούσε βίαια στην αδικία μεταξύ των ανθρώπων και ακόμα πιο βίαια στην αδικία τους προς τη φύση.

Ο συγγραφέας αντιλαμβάνεται τη μεγάλη βιωματική και ιδιοσυγκρασιακή απόσταση που τον χωρίζει από τον Αλφόνς και που κάνει δυσεξήγητο το αυθόρμητο ενδιαφέρον του για τον αυστριακό μέτοικο. Εκείνος ήταν πλάνης, αυτός κάνει στατική ζωή. Εκείνος ζούσε μέσα στη φύση και μαζί με τη φύση, αυτός είναι άνθρωπος της πόλης. Εκείνος ήταν οξύς, αυτός είναι ήπιων τόνων. Εκείνος ήταν αποφασιστικός και ριψοκίνδυνος, αυτός είναι άτολμος και ντροπαλός. Εκείνος βρήκε τελικά τον δρόμο του, έγινε ο εαυτός του, ενώ αυτός τον αναζητάει ακόμα.

Η τελευταία διαφορά γίνεται όμως και η γέφυρα της συνάντησης των δύο προσώ πων. Ο συγγραφέας παραδέχεται ότι είχε ανέκαθεν το αίσθημα που περιγράφει με την ωραία λέξη αειφυγία, το όνειρο του αέναου ταξιδιού ανάμεσα σε διαφορετικούς τόπους και διαφορετικούς ανθρώπους. Αλλά δεν μπόρεσε ή δεν τόλμησε να το εκπληρώσει, αντί γι΄ αυτό καθηλώθηκε σε μια συμβατική ζωή, με μόνη διέξοδο των ανησυχιών του το γράψιμο.

Ο Αλφόνς είχε τη δύναμη να ζήσει αυτό το όνειρο και στο τέρμα του βρήκε αυτό που ποθούσε: τη λύτρωση στην ένωσή του με τον εαυτό του, που ήταν η ένωσή του με τη φύση. Ο συγγραφέας συνειδητοποιεί, μέσα από αυτό το μάθημα ζωής που γίνεται η έρευνά του, ότι και ο δικός του πόθος της περιπλάνησης αυτό το νόημα είχε, ότι ο προορισμός του ταξιδιού που δεν πραγματοποιήθηκε, ήταν η προσωπική ενδοχώρα του.

Το βιβλίο που ο συγγραφέας αρχίζει να γράφει για τον Αλφόνς γίνεται ο τόπος της μύχιας συνομιλίας τους και της συνάντησης του πρώτου με τον εαυτό του. Η συγκινητική μυθιστορηματική ανάπλαση των τελευταίων ωρών του γέροντα ερημίτη και η επίσκεψη του συγγραφέα στο μέρος που διάλεξε εκείνος για να πεθάνει, σε μια απόμακρη βουνοκορφή, είναι μια κατανυκτική αναγνώριση της εσώτερης φύσης στη μυστική γλώσσα της φύσης του γενέθλιου τόπου, καθώς και μια στοχαστική συμφιλίωση με την ιδέα του θανάτου. Αχνά μού έρχεται στον νου το παραπλήσιου πνεύματος τέλος του περσινού μυθιστορήματος του Μιχάλη Μοδινού Επιστροφή, που παρεμπιπτόντως διαδραματίζεται και αυτό στο Πήλιο.

Με το Ποιος θυμάται τον Αλφόνς ο Κώστας Ακρίβος, ένας από τους λίγους συγγραφείς μας που δημοσιεύουν συχνά χωρίς να μας δίνουν την εντύπωση ότι το κάνουν μόνο και μόνο για να διατηρείται «ζεστό» το όνομά τους στον λογοτεχνικό χώρο, έδωσε σίγουρα το ωριμότερο ώς τώρα βιβλίο του.