Μοναδική περίπτωση στη διαδροµή του σινεµά.

Μία ιστορία µόλις 34 λεπτών µ’ ένα κόκκινο µπαλόνι, ένα εξάχρονο αγόρι και µερικούς περαστικούς αναγκάζει τους αµερικανούς «ακαδηµαϊκούς» του 1957 να τη βραβεύσουν µε το Οσκαρ καλύτερου, πρωτότυπου σεναρίου!

Στη θέση τους µετά χαράς θα της απένειµα ακόµα τρία βραβεία:

Καλύτερης ταινίας, σκηνοθεσίας και φωτογραφίας. Τέτοιο πράγµα δεν ξανάγινε.

Από το «τίποτα» ένα αθάνατο αριστούργηµα!


Who is Αlbert Lamorisse (1922-1970)? Στην αρχή καθόλου κινηµατογραφιστής. Φωτογράφος ήταν ο άνθρωπος. Με αθώα καρδιά και όνειρα παιδικά. Το 1950 αποφασίζει να «παίξει» µε το σινεµά. Ετσι, γυρίζει την πρώτη του ταινία. Το «Βim». Με πρωταγωνιστή ένα γαϊδουράκι µε το όνοµα Μπιµ.

Και συµπρωταγωνιστές µερικά αγόρια… αραβικά! Η ταινία διαρκούσε µόλις 45 λεπτά. Οι διανοµείς τα «έπαιξαν». Μια τέτοια διάρκεια ήταν απαγορευτική για µια προβολή κανονική.

Ο Λαµορίς αρνείται να τεντώσει και την ταινία του να ξεχειλώσει. Επιµένει. Τρία χρόνια µετά επανέρχεται µε το «Crin blanc: Le cheval sauvage». Δηλαδή «Το άγριο άλογο». Πάλι µε παιδιά, πάλι µε ζώα. Το όνοµά του ανεβαίνει πολύ ψηλά. Τρία χρόνια µετά καταφθάνει µε το αριστούργηµά του «Βallon rouge» και τους παίρνει φαλάγγι. Χρυσός Φοίνικας Καννών στην κατηγορία ταινίας µικρού µήκους. Και, έναν χρόνο µετά, Οσκαρ πρωτότυπου σεναρίου. Θρίαµβος. Ο Λαµορίς καθιερώνεται. Οµως τα µυαλά του δεν παίρνουν αέρα. Εξακολουθεί να κάνει το δικό του.

Συνολικά ολοκληρώνει οκτώ ταινίες. Προσωπικές. Λιτές. Μινιµαλιστικές. Το 1970, στη διάρκεια των γυρισµάτων ενός ντοκιµαντέρ µε τον τίτλο «Le Vent des Αmoureux», καθώς ήταν σκαρφαλωµένος πάνω σε ελικόπτερο σκοτώνεται. Κρίµα. Οι συνεργάτες του, έξι χρόνια αργότερα, ακολουθώντας τις οδηγίες του µοντάρουν το υλικό και έτσι ολοκληρωµένο το ντοκιµαντέρ προβάλλεται για το κοινό. Οι «ακαδηµαϊκοί» εντυπωσιάζονται και το τοποθετούν µέσα στη λίστα των υποψηφίων για το Οσκαρ καλύτερου ντοκιµαντέρ του 1978. Εµεινε στην Ιστορία ως ένας από τους λίγους δηµιουργούς που ανέδειξαν τη µικρού και µεσαίου µήκους ταινία σε ύψιστο καλλιτεχνικό γεγονός!

Το «Κόκκινο µπαλόνι» είναι αφιερωµένο στον µικρό – τότε – γιο του, τον Πασκάλ Λαµορίς. Μόλις έξι ετών δηλαδή. Εχουµε και λέµε, λοιπόν: Παρίσι του 1956. Μόλις έντεκα χρόνια µετά τη λήξη του Β’ Παγκοσµίου Πολέµου. Σε µια λαϊκή γειτονιά. Ενα εξάχρονο αγόρι, ο Πασκάλ, πέφτει πάνω σε… αδέσποτο κατακόκκινο µπαλόνι. Προσπαθεί να το πιάσει, αλλά εκείνο διαφεύγει. Ο Πασκάλ το ακολουθεί και το µπαλόνι ακολουθεί το αγόρι. Συνεχώς. Παντού. Στο σχολείο. Στο λεωφορείο. Στο µπακάλικο. Στην εκκλησία. Στον δρόµο. Στο σπίτι. Στο υπνοδωµάτιο. Ενα λιλιπούτειο ανθρωπάκι παρέα µ’ ένα φουσκωµένο «πράγµα». Αυτόνοµοι και οι δύο. Ο καθένας µε τη δική του προσωπικότητα. Οµως δεµένοι. Αχώριστοι.

Κάποια στιγµή ο Πασκάλ και το µπαλόνι πέφτουν πάνω σε µια µικρή συµµορία παιδιών. Αµέσως ορµάνε να «σκοτώσουν» το µπαλόνι. Εκείνο γλιστράει, σχεδόν τους κοροϊδεύει. Τα παιδιά πεισµώνουν. Θέλουν να το ξεκάνουν. Στο τέλος το καταφέρνουν. Και τότε συµβαίνει κάτι εντελώς σουρεαλιστικό:

ο ουρανός γεµίζει από µπαλόνια όλων των χρωµάτων. Κόκκινα, πράσινα, κίτρινα, µπλε.

Ολα µαζί σαν ένα δίχτυ προστατευτικό. Ο Πασκάλ αρπάζει τις άκρες τους και πετάει µαζί τους, πέρα απ’ αυτόν τον κόσµο τον µοχθηρό!

Σε αυτήν την τόση δα, σχεδόν «αόρατη» πλοκή, περιλαµβάνονται και διαπλέκονται όλα τα βασικά συστατικά του σινεµά. Το road movie. Γιατί ο µικρός Πασκάλ παρέα µε το µπαλόνι διασχίζουν όλο το Παρίσι. Το ντοκιµαντέρ. Γιατί η µηχανή κυκλοφορεί και αποτυπώνει αυθεντικά, ολόκληρη την πόλη. Το θρίλερ. Γιατί τα παιδιά ορµάνε να «σκοτώσουν» το µπαλόνι. Τη φαντασία. Γιατί αυτό που βλέπουµε προέρχεται από τον ονειρικό κόσµο ενός µικρού αγοριού. Τον ρεαλισµό. Γιατί όλες οι σκηνές είναι σκηνοθετηµένες εντελώς «ρεαλιστικά». Τη βία. Γιατί τα υπόλοιπα παιδιά µισούν το «όνειρο» του Πασκάλ. Την κόντρα. Γιατί ο Πασκάλ είναι το µοναδικό πλάσµα της πόλης που υπερβαίνει τις συµβατικές σχέσεις. Τη φιλία. Γιατί η σχέση του Πασκάλ µε το µπαλόνι βασίζεται στην ισοτιµία και τον σεβασµό της προσωπικότητας του άλλου.

Ταυτόχρονα µε όλα αυτά, πέφτουν και τα σύµβολα τα καταλυτικά. Το µπαλόνι είναι πράγµα. Ταυτόχρονα – αφού διαθέτει βούληση – είναι άνθρωπος. Ταυτόχρονα παιχνίδι. Ταυτόχρονα φαντασία. Ταυτόχρονα επιθυµία, Ταυτόχρονα όνειρο. Ταυτόχρονα ταξίδι. Ταυτόχρονα σχέση. Ταυτόχρονα ουτοπία. Απίστευτο! Από κοντά και η σκηνοθεσία του Αλµπέρ Λαµορίς. Με ελάχιστους διαλόγους. Πέντε κουβέντες όλες κι όλες. Το σινεµά είναι εικόνα. Εποµένως, έξω η φλυαρία. Με το µίνιµουµ των «µέσων». Είπαµε.

Ενα εξάχρονο αγόρι, ένα µπαλόνι, µερικοί περαστικοί και µια χούφτα µικρά διαβολάκια. Το τίποτα δηλαδή. Με µια πρωτοφανή οικονοµία στην αφήγηση. Λιτή. Σφιχτή. Στοχοπροσηλωµένη. Κρυστάλλινη. Με σουρεαλισµό. Αφού τίποτα απ’ όλα αυτά δεν είναι αληθινό. Με παρατηρητικότητα µοναδική. Και µε µια τραµπάλα γοητευτική. Σε ποιο είδος ανήκει αυτή η ταινία; Σε όλα. Από µόνη της µια ολόκληρη κατηγορία. Μέσα σε 34 λεπτά, σε αυτό το διαµάντι το γαλλικό συνυπάρχουν ο µινιµαλισµός του Ροµπέρ Μπρεσόν (1901-1999) µε τη µνηµειώδη παρατηρητικότητα του Ζακ Τατί (1907-1982). Τέλεια!

Συνιστώ ανεπιφύλακτα

Του ιδίου: «Crin blanc: Le cheval sauvage» – Το άγριο άλογο 1953 ΑΥΡΙΟ: «Μερικοί το προτιµούν καυτό», του Μπίλι Ουάιλντερ

Η ταυτότητα


§ Πρωτότυπος τίτλος:

Le ballon rouge § Έτος: 1956 § Σκηνοθεσία: Αλµπέρ Λαµoρίς § Σενάριο: Αλµπέρ Λαµορίς § Cast: Πασκάλ Λαµορίς, Ζορζ Σελιέ, Βλαντίµιρ Ποπόφ, Ρενέ Μαριόν § Μουσική: Μορίς Λερού § Φωτογραφία: Εντµόντ Σεχάν § Είδος: Παιδική φαντασία § Διάρκεια: 34 § Χώρα: Γαλλία